Τι σημαίνει το studiato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης studiato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του studiato στο Ιταλικό.
Η λέξη studiato στο Ιταλικό σημαίνει σπουδάζω, μελετώ, εξετάζω, μελετώ, μελετώ διεξοδικά, αφορώ, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, μελετάω, μελετώ, μετράω, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, μελετώ, διαβάζω, παρατηρώ, παρακολουθώ, -, διαβάζω, μελετάω, μελετώ, εξετάζω, τσεκάρω, ρίχνω μια ματιά, κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις, ερευνώ, μελετημένος, που παρατηρείται, προμελετημένος, εσκεμμένος, σκόπιμος, σπουδάζω για να γίνω κτ, μελετώ για κτ, μαθαίνω τα λόγια μου, μελετώ τη νύχτα, σπουδάζω στο εξωτερικό, παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση, σκοτώνομαι στο διάβασμα για κτ, παίζω το ρόλο του αντικαταστάτη, σπουδάζω, κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ, διαβάζω, διαβάζω, θέτω επί τάπητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης studiato
σπουδάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voglio studiare legge. Θέλω να σπουδάσω νομική. |
μελετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vuoi voti alti, devi studiare. Αν θέλεις υψηλούς βαθμούς πρέπει να διαβάσεις. |
εξετάζω, μελετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scienziato ha intenzione di studiare i risultati. Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα. |
μελετώ διεξοδικάverbo transitivo o transitivo pronominale Il comitato studierà le scoperte degli esperti. |
αφορώ(κάτι/σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La medicina studia la dinamica dell'organismo. Η επιστήμη της ιατρικής αφορά τον τρόπο λειτουργίας του σώματός μας. |
εξετάζω, ερευνώ, μελετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ricercatore ha studiato a fondo l'argomento. Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά. |
μελετάω, μελετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio figlio studia lettere classiche all'università di Cambridge. |
μετράωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di una lotta studio l'altro per stabilire se sono in grado di batterlo o meno. Πριν από έναν καβγά μετράω τον άλλο για να καταλάβω εάν μπορώ να τον νικήσω. |
ερευνώ, διερευνώ, εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli investigatori tentarono di indagare la causa dell'incidente. Οι αστυνομικοί ερευνητές προσπάθησαν να διερευνήσουν την αιτία του ατυχήματος. |
μελετώ, διαβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti hanno studiato i termini di psicologia prima dell'esame. |
παρατηρώ, παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho osservato un uomo che camminava in strada. Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È un eterno studioso di lingue. Μαθαίνει ξένες γλώσσες σε όλη του τη ζωή. |
διαβάζω, μελετάω, μελετώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per quanto riguarda la filosofia, preferisco leggere che frequentare i corsi. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti devono analizzare un passaggio di Shakespeare per l'esame. Οι μαθητές πρέπει να αναλύσουν ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ για τις εξετάσεις τους. |
τσεκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo indagato sul ristorante per capire se poteva essere il luogo adatto per festeggiare il compleanno di Clive. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ne capisco granché di motori, ma ci darò un'occhiata. Δεν ξέρω και πολλά από μηχανές αλλά θα ρίξω μια ματιά. |
κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψειςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veronica ha un esame martedì, quindi sta ripassando. Η Βερόνικα μελετά γιατί δίνει εξετάσεις την Τρίτη. |
ερευνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben si è messo a indagare sul perché il suo amico non fosse venuto al lavoro oggi. Ο Μπεν πήγε να ερευνήσει γιατί ο φίλος του δεν ήρθε στη δουλειά σήμερα. |
μελετημένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giorno dopo mi ha mandato una risposta ponderata alla mia domanda. Την επόμενη μέρα έστειλε μια μελετημένη απάντηση στην ερώτησή μου. |
που παρατηρείταιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προμελετημένος, εσκεμμένος, σκόπιμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jaime fece la scelta calcolata di saltare la lezione di francese per terminare i compiti di matematica. |
σπουδάζω για να γίνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha passato tre anni all'estero studiando da architetto. Πέρασε 3 χρόνια στο εξωτερικό, δήθεν σπουδάζοντας αρχιτεκτονική. |
μελετώ για κτverbo intransitivo Mi raccomando, studia bene per i tuoi prossimi esami. |
μαθαίνω τα λόγια μουverbo transitivo o transitivo pronominale (recitazione) (ηθοποιός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Devo studiare la mia parte prima delle prove di stasera. |
μελετώ τη νύχταverbo intransitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σπουδάζω στο εξωτερικόverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo le superiori, lei aveva intenzione di studiare all'estero. |
παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευσηverbo transitivo o transitivo pronominale (USA) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ero all'università mi sono laureato in economia e ho studiato psicologia come materia secondaria. |
σκοτώνομαι στο διάβασμα για κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jeannie ha trascorso il finesettimana studiando da matti per l'esame. |
παίζω το ρόλο του αντικαταστάτη(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σπουδάζω(scuola, istituzione, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Entrambi i miei genitori lavorano a tempo pieno per potermi mandare al college. Οι γονείς μου δουλεύουν και οι δύο πλήρες ωράριο για να με σπουδάσουν. |
κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Robert sta ripassando per un esame. Ο Ρόμπερτ διαβάζει για ένα διαγώνισμα. |
διαβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (εντατικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Carol cercò di superare l'esame studiando la sera prima. Η Κάρολ προσπάθησε να περάσει το τεστ διαβάζοντας την προηγούμενη νύχτα. |
διαβάζωverbo intransitivo (figurato, informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θέτω επί τάπητος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa questione deve essere affrontata immediatamente. Το θέμα πρέπει να τεθεί επί τάπητος άμεσα. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του studiato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του studiato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.