Τι σημαίνει το salute στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salute στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salute στο Ιταλικό.

Η λέξη salute στο Ιταλικό σημαίνει γείτσες, με τις υγείες σου, υγεία, υγεία, κατάσταση, κατάσταση, υγεία, Στην υγειά σου!, στην υγειά σου, γεια σου, στην υγειά μας, γείτσες, γεια σου, με τις υγείες σου, άσπρο πάτο, στην υγεία μας, υποχονδρία, Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας, νεανικός, ανθυγιεινός, υγιέστερος, πιο υγιής, φιλάσθενος, ανθυγιεινός, επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος, υγιέστατος, που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση, στα εύκολα και στα δύσκολα, για την υγεία σου, για την φυσική σου κατάσταση, με υγεία, -, -, ψυχική υγεία, καλή φυσική κατάσταση, ασθένεια, πνευματική υγεία, κακή υγεία, καλή φυσική κατάσταση, αρχιχειρούργος, κίνδυνος για την υγεία σου, κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας, δημόσια υγεία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στοματική υγιεινή, χειροτέρευση της υγείας, πρόβλημα υγείας, αναπαραγωγική υγεία, αγωγή υγείας, Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, πιστοποιητικό υγείας, Υπουργείο Υγείας, κίνδυνος για την υγεία, οφέλη για την υγεία, υγειονομικές απαιτήσεις, χαίρω άκρας υγείας, φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου, άρρωστος, αποκαθιστώ, κάνω πρόποση, σε καλή φόρμα, ευημερών, στην υγειά του/της. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salute

γείτσες, με τις υγείες σου

interiezione (dopo uno starnuto)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Salute!" Ha detto Suzie dopo che ho starnutito.
«Με τις υγείες σου!», είπε η Σούζη όταν φτερνίστηκα.

υγεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il dottore ha detto che è in buona salute.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι άλλο θες άμα είσαι καλά και έχεις την υγειά σου;

υγεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nonostante i suoi anni, gode ancora di buona salute fisica e mentale.
Παρά την ηλικία του, έχει σωματική και πνευματική υγεία.

κατάσταση

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia lavatrice è ancora in buona salute dopo quindici anni!
Το πλυντήριό μου είναι ακόμα σε καλή κατάσταση μετά από δεκαπέντε χρόνια!

κατάσταση

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La salute della società non potrebbe essere migliore.
Η κατάσταση της εταιρείας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

υγεία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono preoccupata per la sua salute perché mi sembra malato.

Στην υγειά σου!

(brindisi) (σε έναν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alzò il suo bicchiere di vino e disse: "Alla vostra".

στην υγειά σου, γεια σου

interiezione (σε έναν)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην υγειά μας

interiezione (brindisi) (πληθυντικός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

γείτσες, γεια σου, με τις υγείες σου

interiezione (risposta a uno starnuto) (όταν φτερνιστεί κάποιος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άσπρο πάτο

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Alla salute, ragazzi!

στην υγεία μας

(brindisi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποχονδρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας

(US)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νεανικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo aspetto fresco e florido non finisce mai di stupirmi.
Ποτέ δεν παύω να εκπλήσσομαι από τη νεανική φρεσκάδα της.

ανθυγιεινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υγιέστερος, πιο υγιής

verbo intransitivo (άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stai molto meglio dell'inverno scorso.

φιλάσθενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leah era una bambina cagionevole di salute, ma adesso è in grado di correre per le maratone.

ανθυγιεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικίνδυνος, ριψοκίνδυνος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Usare farmaci di testa propria può essere pericoloso per la salute.

υγιέστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που βρίσκεται σε κακή σωματική κατάσταση

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στα εύκολα και στα δύσκολα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

για την υγεία σου, για την φυσική σου κατάσταση

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fare esercizio fisico è ottimo per la tua salute.

με υγεία

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In salute o in malattia, io per te ci sarò sempre.

-

sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il dottore mi ha dato un certificato di buona salute.
Ο γιατρός δήλωσε ότι είμαι υγιής.

-

sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Era preoccupato per via di un dolore al torace, ma il cardiologo gli ha dato un certificato di buona salute.
Ανησυχούσε για έναν πόνο στο στήθος, αλλά ένας καρδιολόγος τον βρήκε υγιή.

ψυχική υγεία

sostantivo femminile (psicologia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La salute mentale è uno stato di benessere emotivo necessario per esercitare la propria funzione all'interno della società e rispondere alle esigenze quotidiane.

καλή φυσική κατάσταση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono fortunato a godere di buona salute.

ασθένεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se ti curi di te stesso quando sei giovane, eviterai di avere una cattiva salute da vecchio.

πνευματική υγεία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La salute mentale è importante quanto quella fisica per il benessere dell'individuo.

κακή υγεία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή φυσική κατάσταση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχιχειρούργος

(USA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κίνδυνος για την υγεία σου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tutti sanno che fumare è una minaccia per la salute.

κακή υγεία, κακή κατάσταση της υγείας

sostantivo femminile (stato generale di malessere fisico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fumare contribuisce alla cattiva salute.

δημόσια υγεία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scorsa settimana la camera ha discusso la proposta del progetto di sanità pubblica.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile

στοματική υγιεινή

sostantivo femminile

Usare quotidianamente il filo interdentale è importante per una buona salute dentale.

χειροτέρευση της υγείας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρόβλημα υγείας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ho smesso di fare escursioni in montagna perché ho diversi problemi di salute legati all'età.

αναπαραγωγική υγεία

sostantivo femminile

αγωγή υγείας

sostantivo femminile (materia scolastica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Υπουργείο Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών

(USA: ministero della sanità) (Η.Π.Α.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιστοποιητικό υγείας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Υπουργείο Υγείας

sostantivo maschile (agenzia governativa statunitense)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κίνδυνος για την υγεία

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οφέλη για την υγεία

sostantivo plurale maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I benefici per la salute degli esercizi sono oggetto di discussione.

υγειονομικές απαιτήσεις

sostantivo plurale maschile

Alcune professioni, come quella del pompiere, prevedono dei requisiti sanitari.

χαίρω άκρας υγείας

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Guardalo, ha ottant'anni e ancora gode di buona salute.

φοβάμαι ότι χάνω τα λογικά μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άρρωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È tutta la settimana che si sente poco bene.
Αισθάνεται αδιάθετη όλη τη βδομάδα.

αποκαθιστώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom era diventato pallido e letargico ma un cambio radicale della dieta ristabilì la sua salute.
Ο Τομ είχε γίνει χλωμός και ληθαργικός αλλά μια δραστική αλλαγή στη διατροφή του αποκατέστησε την υγεία του.

κάνω πρόποση

(με ποτό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Facciamo un brindisi al presidente.
Ας πιούμε στην υγειά το προέδρου.

σε καλή φόρμα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Va in palestra ogni giorno ed è in ottima forma.
Πηγαίνει στο γυμναστήριο κάθε μέρα και είναι σε καλή φόρμα.

ευημερών

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I capi di bestiame dell'allevatore erano robusti e sani.

στην υγειά του/της

interiezione (brindisi)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salute στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.