Τι σημαίνει το salutare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salutare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salutare στο Ιταλικό.

Η λέξη salutare στο Ιταλικό σημαίνει χαιρετάω, χαιρετώ, αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο, χαιρετώ, λέω γεια, υποδέχομαι, αποχαιρετώ, χαιρετώ, γνέφω, ξεπροβοδίζω, συνοδεύω, κουνάω το χέρι, δίνω χαιρετίσματα σε κπ, θετικός, προσέχω, υγιεινός, ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, ευεργετικός, υγιεινός, ωφέλιμος, ευεργετικός, χαιρετώ στρατιωτικά, υγιεινός, χαιρετώ στρατιωτικά, χαιρετίσματα, υγιεινός, υγιεινός, αποχαιρετισμός, συναντάω, συγχαίρω, υποδέχομαι με χαρά, ανθυγιεινός, ανθυγιεινός, ανθυγιεινός, υγιεινά τρόφιμα, υγιεινή διατροφή, υπετροφή, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, χαιρετώ κπ βγάζοντας το καπέλο, κάνω τυπική χειραψία, περίπατος, υποβάλλω τα σέβη μου σε κπ, χαιρετώ, χαιρετάω, χαιρετώ με μικρή υπόκλιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salutare

χαιρετάω, χαιρετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In questa piccola cittadina gli sconosciuti ti salutano per strada.
Σε αυτή τη μικρή πόλη η άγνωστοι σε χαιρετάνε στον δρόμο.

αποχαιρετώ, χαιρετώ, λέω αντίο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti salutarlo prima che parta.

χαιρετώ, λέω γεια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Saluto i miei vicini ogni volta che li vedo.

υποδέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: festeggiare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come hai festeggiato il capodanno?

αποχαιρετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Saluta tuo cugino da parte mia!

χαιρετώ, γνέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (gesto di congedo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli astanti salutarono il treno che lasciava la stazione.
Οι θεατές χαιρέτησαν το τρένο καθώς έφευγε από τον σταθμό.

ξεπροβοδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (congedo) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È venuto con me all'aeroporto per salutarmi. Ti accompagnerò alla stazione così potrò salutarti.
Ήρθε μαζί μου στο αεροδρόμιο για να με ξεπροβοδίσει.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (προς την έξοδο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era molto tardi ieri sera quando ha salutato l'ultimo ospite ed è potuto, finalmente, andare a letto.

κουνάω το χέρι

(con un cenno della mano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo vide salutare dall'estremità del pontile.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Της κουνούσε το χέρι από την άκρη της προβλήτας.

δίνω χαιρετίσματα σε κπ

(per conto di [qlcn])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Salutamela, mi raccomando.
Δώσε της χαιρετισμούς εκ μέρους μου.

θετικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'aumento dei clienti è uno sviluppo salutare.

προσέχω

(βλέπω ότι είναι εκεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non mi ha nemmeno salutato.

υγιεινός, ευεργετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In questo ambiente salubre la sua salute è destinata a migliorare.

χρήσιμος, ωφέλιμος, ευεργετικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti trovano salutare la routine mattutina di yoga.

υγιεινός, ωφέλιμος, ευεργετικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bisognerebbe cercare di condurre uno stile di vita salutare.

χαιρετώ στρατιωτικά

verbo transitivo o transitivo pronominale (militare)

υγιεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Segue una dieta salutare, con molta frutta e verdura.
Ακολουθεί υγιεινή διατροφή, με πολλά φρούτα και λαχανικά.

χαιρετώ στρατιωτικά

verbo transitivo o transitivo pronominale (militare)

Il soldato fece il saluto al colonnello.

χαιρετίσματα

(στέλνω σε κάποιον)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Θα γυρίσω να τα πούμε μόλις τελειώσω τις χαιρετούρες.

υγιεινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Deena cucina sempre pasti sani per la sua famiglia.

υγιεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποχαιρετισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quando Audrey lasciò l'azienda per il nuovo lavoro, rimase commossa dall'addio dei colleghi.

συναντάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vieni a salutarmi alla fermata dell'autobus?
Θα έρθεις να με συναντήσεις (or: βρεις) στη στάση του λεωφορείου;

συγχαίρω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quello che hai fatto è straordinario: i miei complimenti!

υποδέχομαι με χαρά

verbo transitivo o transitivo pronominale (notizia, novità)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I contadini accolsero la notizia delle piogge imminenti con grande gioia.

ανθυγιεινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli ispettori hanno chiuso il ristorante a causa delle condizioni antigieniche della cucina.

ανθυγιεινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανθυγιεινός

(non salutare, poco salutare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al giorno d'oggi la gente mangia troppo cibo malsano.

υγιεινά τρόφιμα

sostantivo maschile

Mia madre evita gli snack salati e mangia solo cibo sano.

υγιεινή διατροφή

sostantivo femminile

I fast food non vanno d'accordo con una dieta sana.

υπετροφή

(cibo ricco di nutrienti)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γιορτάζω την Πρωτοχρονιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαιρετώ κπ βγάζοντας το καπέλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τυπική χειραψία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περίπατος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Isaac ha visto tre sialie durante la sua passeggiata salutare mattutina.

υποβάλλω τα σέβη μου σε κπ

(formale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαιρετώ, χαιρετάω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brent salutò i suoi figli con la mano mentre si avvicinava alla casa.
Ο Μπρεντ χαιρέτησε τους γιους του ενώ πλησίαζε το σπίτι.

χαιρετώ με μικρή υπόκλιση

verbo transitivo o transitivo pronominale (στον αραβικό κόσμο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salutare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.