Τι σημαίνει το salsa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salsa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salsa στο Ιταλικό.

Η λέξη salsa στο Ιταλικό σημαίνει σάλτσα, σάλσα, σάλσα, σάλτσα, σάλσα, τουρσί, ντιπ, σάλσα, χορεύω σάλσα, αγιολί, με σάλτσα μορνέ, ταρτάρ, σάλτσα μήλου, πικαλίλι, σάλτσα μπάρμπεκιου, σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ, σάλτσα κράνμπερι, μπεσαμέλ, σάλτσα κάρυ, σάλτσα ολαντέζ, σάλτσα μπεαρνέζ, σάλτσα πιπεριού, σάλτσα σόγιας, γλυκόξινη σάλτσα, σος ταρτάρ, καυτερή σάλτσα, ντιπ με σκόρδο, σως με σκόρδο, σάλτσα με σκόρδο, σάλτσα από στρείδια, σάλτσα στρειδιών, σάλτσα ραντς, σως τσίλι, σάλτσα τσίλι, βελουτέ, ντιπ, καστανή σάλτσα, χρένο, σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ, σάλτσα ντομάτας, σος κοκτέιλ, κοκτέιλ σος, φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα, σάλτσα χοϊσίν, σάλτσα ranch, σάλτσα εσπανιόλ, είδος σάλτσας με βάση τον ζωμό κρέατος, ντρέσινγκ σαλάτας που θυμίζει αραιή μαγιονέζα, μαγειρεύω σε σάλτσα μπάρμπεκιου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salsa

σάλτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter fece una salsa da accompagnare al pesce.
Ο Πίτερ έφτιαξε σως, για να συνοδεύσει το ψάρι.

σάλσα

sostantivo femminile (musica) (Λατινοαμερικανική μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Sentire la salsa fa venir voglia di ballare alla gente.
Η σάλσα κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να χορέψουν.

σάλσα

sostantivo femminile (ballo) (Λατινοαμερικανικός χορός)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Jeremy sta facendo un corso di salsa e tango.
Κάνει μαθήματα σάλσα και τανγκό.

σάλτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cena sarà pronta non appena avrò preparato la salsa.
Το βραδυνό θα είναι έτοιμο μόλις φτιάξω τη σάλτσα.

σάλσα

sostantivo femminile (tipo di ballo latino-americano) (είδος λάτιν χορού)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τουρσί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per pranzo Fred ha mangiato un panino con formaggio e salsa ai sottaceti.
Ο Φρεντ τρώει σάντουιτς με τυρί και τουρσί για μεσημεριανό.

ντιπ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Η Σούζαν σέρβιρε στικ φρέσκων λαχανικών με ντιπ για ορεκτικό.

σάλσα

sostantivo femminile (cucina) (φαγητό)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Appena ci siamo seduti ci hanno portato patatine e salsa messicana.
Ο σερβιτόρος μας έφερε πατατάκια και σάλσα αμέσως μόλις καθίσαμε.

χορεύω σάλσα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dove hai imparato a ballare la salsa così?
Πού έμαθες να χορεύεις σάλσα έτσι;

αγιολί

(salsa)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

με σάλτσα μορνέ

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταρτάρ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mi piacciono i sandwich di pesce fritto con salsa tartara e sottaceti.

σάλτσα μήλου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il maiale arrosto tradizionalmente viene servito con la salsa di mele.

πικαλίλι

sostantivo femminile (είδος τουρσιού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σάλτσα μπάρμπεκιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La salsa barbecue si può comprare già pronta oppure farla da sé con salsa di pomodoro, aceto, zucchero e spezie.

σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La salsa cocktail ha un sapore molto delicato

σάλτσα κράνμπερι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La salsa di mirtilli americani appartiene tradizionalmente al pranzo del Ringraziamento.
Η σάλτσα κράνμπερι αποτελεί παραδοσιακό μέρος του δείπνου των Ευχαριστιών.

μπεσαμέλ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il segreto della cucina francese è saper fare una buona besciamella.
Το μυστικό της γαλλικής μαγειρικής είναι η καλή μπεσαμέλ.

σάλτσα κάρυ

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La salsa al curry può rendere appetitoso anche il più semplice dei risi bolliti.

σάλτσα ολαντέζ

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La salsa olandese si usa spesso per accompagnare gli asparagi.

σάλτσα μπεαρνέζ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σάλτσα πιπεριού

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bistecca con salsa al pepe verde era il suo piatto preferito.

σάλτσα σόγιας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha cosparso generosamente il suo pollo chow mein di salsa di soia.

γλυκόξινη σάλτσα

sostantivo femminile

σος ταρτάρ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καυτερή σάλτσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Certo che hai la bocca in fiamme: hai mangiato troppa salsa piccante!

ντιπ με σκόρδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σως με σκόρδο, σάλτσα με σκόρδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλτσα από στρείδια, σάλτσα στρειδιών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάλτσα ραντς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σως τσίλι, σάλτσα τσίλι

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

βελουτέ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ντιπ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καστανή σάλτσα

sostantivo femminile

χρένο

sostantivo femminile (καρύκευμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vuoi della salsa di rafano sul sandwich?

σως κοκτέιλ, σάλτσα κοκτέιλ

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Trovo che l'abbinamento gamberetti e salsa rosa sia perfetto.

σάλτσα ντομάτας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho ordinato un piatto di spaghetti al sugo.

σος κοκτέιλ, κοκτέιλ σος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ho ordinato un'insalata di gamberi in salsa rosa.

φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα

sostantivo plurale maschile

In Quebec per colazione mangiamo fagioli in salsa dolce.
Στο Κεμπέκ για πρωινό τρώμε φασόλια σε σάλτσα ντομάτας με μελάσα.

σάλτσα χοϊσίν

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σάλτσα ranch

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Laura mette sempre la salsa ranch nell'insalata.

σάλτσα εσπανιόλ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

είδος σάλτσας με βάση τον ζωμό κρέατος

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ντρέσινγκ σαλάτας που θυμίζει αραιή μαγιονέζα

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαγειρεύω σε σάλτσα μπάρμπεκιου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Invece di farlo arrosto, perché non cuociamo il pollo nella salsa stasera?

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salsa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.