Τι σημαίνει το scatto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scatto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scatto στο Ιταλικό.

Η λέξη scatto στο Ιταλικό σημαίνει ορμάω, τραβάω, τραβώ, κλειδώνω, τρέχω, φωτογραφίζω, ξεσπάω, κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά, τραβάω, βγάζω, χτυπάω, χτυπώ, χυμώ, χιμάω, χιμώ, αστράφτω, πετάγομαι, πετιέμαι, τινάζομαι, τραβάω, βγάζω, φωτογραφία, φωτογραφία, εικόνα, δαγκωνιά, δαγκωματιά, δύναμη, ισχύς, τρεχάλα, πήδημα, άλμα, σπάσιμο, κούρσα, πέταγμα, κλικ, ξέσπασμα, πήδημα, γρήγορη κίνηση, ορμώ σαν βολίδα κάπου, -, τίναγμα, επιτίθεμαι, αλλάζω θέση, πετάγομαι, φωτογραφίζω, σύρμα, βγάζω φωτογραφία, τραβάω φωτογραφία, βγάζω φωτογραφία, βγάζω φωτογραφίες, βγάζω φωτογραφίες, βγάζω φωτογραφίες, πετάγομαι μπροστά, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, αναπηδώ, πηδώ, επιστρέφω στην αρχική θέση, ενεργοποιώ, ενεργοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scatto

ορμάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cogliendo il momento di catturare la sua preda, il leopardo balzò.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (fotografia) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fotografo ha scattato 50 fotografie.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

κλειδώνω

verbo intransitivo (serrature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si è sentita la serratura scattare.
Άκουσε την πόρτα να κλειδώνει.

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il ragazzo è scattato sul campo per prendere la palla.
Το παιδί τσακίστηκε να φτάσει στην άλλη πλευρά του γηπέδου για να πιάσει την μπάλα.

φωτογραφίζω

verbo intransitivo (fotografia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Faresti bene a scattare prima che diventi troppo buio!

ξεσπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γοργά

verbo intransitivo

La spia è scattata verso un ingresso.
Ο κατάσκοπος μπήκε γρήγορα σε μια είσοδο.

τραβάω, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (foto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fotografo scattò una foto della celebrità.

χτυπάω, χτυπώ

(sveglia, allarme)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non sempre mi sveglio quando suona la sveglia.
Δεν ξυπνάω πάντα όταν χτυπάει το ξυπνητήρι μου.

χυμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χιμάω, χιμώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cane balzò fuori dalla porta.
Το σκυλί όρμησε έξω από την πόρτα.

αστράφτω

verbo intransitivo (fotografia: flash)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I flash iniziarono subito a lampeggiare appena l'attore arrivò in albergo.

πετάγομαι, πετιέμαι, τινάζομαι

verbo intransitivo (auto) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lydia pigiò il piede sull'acceleratore e la macchina balzò in avanti.

τραβάω, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fotografie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fotografo fece diversi scatti della sposa e dello sposo.

φωτογραφία

sostantivo maschile (foto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il fotografo ha fatto quattro scatti della coppia.

φωτογραφία, εικόνα

sostantivo maschile (foto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo zio Bob ci ha mostrato gli scatti fatti in vacanza.
Ο θείος Μπομπ μας έδειξε τις φωτογραφίες του από τις διακοπές.

δαγκωνιά, δαγκωματιά

sostantivo maschile (fauci)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le fauci del drago si spalancarono e poi si richiusero con uno scatto.

δύναμη, ισχύς

(σθένος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La macchina ha perso la sua brillantezza.
Αυτό το αυτοκίνητο έχασε όλη του τη δύναμη (or: ισχύ).

τρεχάλα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando la campanella suonò ci fu una corsa per uscire dall'aula.

πήδημα, άλμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con un balzo improvviso ha bloccato l'intruso.

σπάσιμο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trevor si guardò intorno quando sentì lo schianto di un rametto dietro di lui.
Ο Τρέβορ κοίταξε γύρω του, όταν άκουσε το κρακ ενός κλαδιού πίσω του.

κούρσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In qualche modo hanno trovato l'energia per lo scatto finale al traguardo.

πέταγμα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo scoiattolo ha attraversato la strada con uno scatto così rapido che quasi non lo notavo.

κλικ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La porta si chiuse con un clic.
Η πόρτα έκλεισε με ένα κλικ.

ξέσπασμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'accesso di Tom è stato del tutto inaspettato: un minuto era calmo e due minuti dopo gridava infuriato.
Το ξέσπασμα του Τομ ήταν εντελώς απροσδόκητο. Τη μια στιγμή ήταν ήρεμος και την επόμενη φώναζε αγριεμένα.

πήδημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γρήγορη κίνηση

sostantivo maschile

ορμώ σαν βολίδα κάπου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il cane ha fatto una corsa fuori dal recinto del giardino, ma l'ho preso prima che potesse arrivare sulla strada.
Ο σκύλος μ' ένα σάλτο βρέθηκε στην πόρτα του κήπου, αλλά τον έπιασα, προτού βγει στον δρόμο.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quando Don ha sentito che sua moglie stava partorendo ha lasciato l'ufficio con uno scatto.
Όταν έμαθε ότι γεννάει η γυναίκα του, ο Ντον έφυγε τρέχοντας από το γραφείο.

τίναγμα

sostantivo maschile (με γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con un guizzo del polso, Tim ha lanciato la moneta nel barattolo. Il tentativo di Mary di togliersi dagli occhi i capelli con uno scatto della testa fu inutile.

επιτίθεμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joyce stava accarezzando il gatto quando l'ha aggredita all'improvviso.
Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.

αλλάζω θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian azionò l'interruttore e la luce si accese.
Ο Ίαν μετακίνησε τον διακόπτη και τα φώτα άναψαν.

πετάγομαι

(figurato: reagire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È saltato dalla sedia quando si è reso conto che non poteva vedere il bambino.
Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό.

φωτογραφίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sophie ha fotografato le montagne.
Η Σόφι φωτογράφισε τα βουνά.

σύρμα

(παγίδας, νάρκης κλπ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βγάζω φωτογραφία, τραβάω φωτογραφία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω φωτογραφία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel vestito ti sta benissimo: aspetta che ti faccio un foto.
Είσαι πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα. Περίμενε εκεί να βγάλω μια φωτογραφία.

βγάζω φωτογραφίες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Io faccio fotografie molto raramente quando sono in vacanza.

βγάζω φωτογραφίες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi spiace, non è permesso fare foto durante la riunione.

βγάζω φωτογραφίες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo fatto delle foto per provare che siamo stati davvero lì.

πετάγομαι μπροστά

ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ

Davies ha improvvisamente attaccato la sua vittima, buttando a terra Jackson con un pugno.

αναπηδώ, πηδώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il ciclista scattò davanti al gruppo portandosi al comando.

επιστρέφω στην αρχική θέση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'elastico è scattato indietro quando l'ho mollato.

ενεργοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scassinatore ha fatto scattare il sensore.

ενεργοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fusibile saltato ha fatto scattare il generatore di emergenza.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scatto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.