Τι σημαίνει το richiamo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης richiamo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του richiamo στο Ιταλικό.

Η λέξη richiamo στο Ιταλικό σημαίνει παίρνω τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο, παίρνω πίσω, νεύω, γνέφω, ανακαλώ, αποσύρω, παίρνω κπ πίσω, θυμίζω, τηλεφωνώ σε κπ, μοιάζω σε κπ, θυμίζω, τραβάω, τραβώ, υπονοώ, αρέσω σε κπ, φωνάζω, ξανακαλώ, δόλωμα, ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο, το μεγάλο ατού, αυτό που αρέσει σε κπ, αυτό που τραβάει κπ, ανάκληση, απόσυρση, ανάκληση, ενισχυτική δόση, αναμνηστική δόση, φωνή, κάλεσμα, ουρλιαχτό, σφυρίχτρα, ειδοποίηση, παγίδα, προτροπή, δέλεαρ, θέλγητρο, προειδοποίηση, προορισμός στη ζωή, αναμνηστική δόση, δέλεαρ, θέλγητρο, υπενθυμίζω, που θυμίζει κτ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εφιστώ την προσοχή σε κτ, καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε, καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία, θυμάμαι, καλώ για παρουσίαση, ξεκινώ, κάνω θόρυβο, έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης richiamo

παίρνω τηλέφωνο

verbo intransitivo (telefono)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richiamo appena posso.
Θα σε πάρω τηλέφωνο όταν μπορέσω.

παίρνω τηλέφωνο

verbo transitivo o transitivo pronominale (telefono)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La richiamerò dopo.
Θα την πάρω τηλέφωνο αργότερα.

παίρνω πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (al telefono) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεύω, γνέφω

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Seb mi ha richiamato con un cenno del capo.

ανακαλώ, αποσύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (prodotti difettosi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La società ha richiamato i bollitori difettosi.
Η εταιρεία απέσυρε τους ελαττωματικούς βραστήρες.

παίρνω κπ πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (al telefono) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tua canzone ha rievocato un ricordo di quando ho visitato l'Irlanda.
Το τραγούδι σου μου έφερε στο νου μια ανάμνηση απ' τον καιρό που επισκέφτηκα την Ιρλανδία.

τηλεφωνώ σε κπ

Ti posso ritelefonare quando sono un po’ meno occupata?
Μπορώ να σε πάρω πίσω όταν θα έχω λιγότερη δουλειά;

μοιάζω σε κπ

(somigliare a)

Molti dicono che Maria ha preso da sua nonna. Sam ha davvero preso da suo padre.
Πολλοί λένε ότι η Μαρία μοιάζει με τη γιαγιά της.

θυμίζω

(μοιάζω με κτ παλιό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ultimo album del gruppo ricorda la festosa musica veloce del loro primo album di vent'anni fa.

τραβάω, τραβώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nuova insegna al neon nella nostra vetrina attira davvero i clienti.

υπονοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo spettacolo richiamava la vita familiare del primo Novecento.

αρέσω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Sono proprio attirato dalle luci sgargianti di New York!
Τα ζωηρά χρώματα της Νέας Υόρκης μου αρέσουν!

φωνάζω

(sollecitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve chiamò la moglie perché venisse ad aiutarlo.

ξανακαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La giuria fece tornare (or: richiamò) i candidati finalisti.

δόλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι κυνηγοί χρησιμοποίησαν δόλωμα για να δελεάσουν τις πάπιες.

ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιούμε σελέμπριτις στις διαφημίσεις γιατί τραβάνε τον κόσμο.

το μεγάλο ατού

sostantivo maschile (attrattiva principale di un'attività) (καθομιλουμένη)

αυτό που αρέσει σε κπ, αυτό που τραβάει κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν καταλαβαίνω την επιτυχία των ταινιών θρίλερ.

ανάκληση, απόσυρση

sostantivo maschile (di prodotti difettosi)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è un richiamo su questa partita di bollitori perché sono difettosi.
Γίνεται απόσυρση αυτής της παρτίδας βραστήρων, καθώς είναι ελαττωματικοί.

ανάκληση

sostantivo maschile (prodotti difettosi) (προϊόντων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Condurre test accurati eviterà l'inutile richiamo dei prodotti imperfetti.

ενισχυτική δόση, αναμνηστική δόση

sostantivo maschile (medicina: di vaccinazione) (εμβόλιο)

Gli adulti dovrebbero fare un richiamo di antitetanica ogni dieci anni.
Οι ενήλικες πρέπει να κάνουν ενισχυτική δόση για τον τέτανο κάθε δέκα χρόνια.

φωνή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hanno sentito un richiamo fuori dalla finestra.
Άκουσαν μια φωνή έξω απ' το παράθυρο.

κάλεσμα

sostantivo maschile (uccelli)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dalla mia camera si sente il richiamo di un gufo.

ουρλιαχτό

sostantivo maschile (animali)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il richiamo di un lupo lo fece alzare a sedere nella sua tenda.

σφυρίχτρα

sostantivo maschile (per uccelli, ecc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Soffiò nel suo richiamo per anatre e non dovette aspettare molto prima che ne apparisse una.

ειδοποίηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo è l'ultimo richiamo utile per il pagamento.

παγίδα

sostantivo maschile (tentazione) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non mi arrenderò mai al richiamo di una torta al cioccolata, nossignore!

προτροπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All'esortazione del comandante, le truppe si misero in azione.

δέλεαρ, θέλγητρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'attrazione per la spiaggia alla fine lo ha fatto trasferire in California.

προειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jules si rese conto che doveva prendere sul serio il richiamo da parte del datore di lavoro in merito al suo comportamento inappropriato.

προορισμός στη ζωή

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Alex è davvero convinto che aiutare i bisognosi sia la sua vocazione.
Ο Άλεξ πραγματικά πιστεύει ότι το να βοηθάει όσους έχουν ανάγκη είναι ο προορισμός του στη ζωή.

αναμνηστική δόση

(vaccini)

δέλεαρ, θέλγητρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'attrattiva di terre lontane era troppo forte per Elsa; non poteva più restare a casa.

υπενθυμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tua storia mi ricorda quella volta che ho indossato il mio vestito da sera a una riunione del personale.

που θυμίζει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questa musica ricorda le prime opere di Mozart.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile (telefono: farsi richiamare)

εφιστώ την προσοχή σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλώ κπ που με πήρε, τηλεφωνώ σε κπ που με πήρε

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ti raggiungo più tardi, devo richiamare qualcuno prima di andare.

καλώ κπ/κτ να κάνει ησυχία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θυμάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tradizione richiama alla memoria i primi giorni dell'insediamento.

καλώ για παρουσίαση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La sua presenza richiama folle immense.

ξεκινώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (για συζήτηση, συνέδριο, κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω θόρυβο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του richiamo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.