Τι σημαίνει το esca στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης esca στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esca στο Ιταλικό.

Η λέξη esca στο Ιταλικό σημαίνει δόλωμα, προσάναμμα, προσάναμμα, δόλωμα, δόλωμα, δέλεαρ, δόλωμα, τεχνητό δόλωμα, δέλεαρ, θέλγητρο, ισοπαλία, δόλωμα, ύσκα, δόλωμα, βαλτός από κτ, αναμένεται να κυκλοφορήσει, απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι, φεύγω, βγαίνω, βγαίνω, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, φεύγω, ξεπαρκάρω, βγαίνω, αποσυνδέομαι, βγαίνω, αποσυνδέομαι, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, βγαίνω, έξω από, -, -, έξω, εκτός, δημοσιεύομαι, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, βγαίνω, εκδίδω, πέφτω, κάνω στην άκρη, βγαίνω από κτ, συνοδός, βγαίνω, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, αποσυνδέομαι, βγαίνω, βγαίνω έξω, τα έχω με κπ, βγαίνω, ξεπετάγομαι από κτ, κλείνω, -, βγαίνω, αράζω, το έξω, clickbait, σκουλήκι, δόλωμα βυθού, δόλωμα, ψαρεύω με πετονιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης esca

δόλωμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il negozio di articoli per la pesca ha una gran varietà di esche.
Το μαγαζί με τα είδη ψαρέματος πουλά διάφορα δολώματα.

προσάναμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσάναμμα

(per accendere fuoco) (ξύλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δόλωμα

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'ufficio usò la scusa della promozione come esca per indurre Mark alla frode.
Το γραφείο χρησιμοποίησε την προαγωγή ως δόλωμα για να πείσει τον Μαρκ να διαπράξει απάτη.

δόλωμα

sostantivo femminile (da pesca)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo lanciato delle esche in acqua e sono arrivati subito dei pesci.
Ρίξαμε λίγο δόλωμα στο νερό και τα ψάρια ήρθαν αμέσως.

δέλεαρ

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La madre usò le caramelle come esca per far fare i compiti al figlio.
Η μητέρα χρησιμοποίησε καραμέλες ως δέλεαρ για να βάλει το γιο της να κάνει τα μαθήματά του.

δόλωμα

sostantivo femminile (pesca, caccia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom provò una nuova esca durante la battuta di pesca.
Ο Τομ δοκίμασε ένα νέο δόλωμα όταν πήγε εκδρομή για ψάρεμα.

τεχνητό δόλωμα

sostantivo femminile (pesca)

δέλεαρ, θέλγητρο

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il canto delle sirene faceva da esca per i marinai di passaggio.
Το τραγούδι της σειρήνας είναι ένα δόλωμα για τους ναυτικούς που περνούν.

ισοπαλία

sostantivo femminile (football americano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il quarterback chiese un'esca e corse alla sua sinistra.

δόλωμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho comprato una nuova esca. Vediamo se il pesce abbocca quando la vede.

ύσκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δόλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι κυνηγοί χρησιμοποίησαν δόλωμα για να δελεάσουν τις πάπιες.

βαλτός από κτ

(ανεπίσημο)

αναμένεται να κυκλοφορήσει

verbo intransitivo (essere pubblicato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il nuovo numero della rivista uscirà la prossima settimana.

απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ti ci vorrà tempo e denaro per uscire da questo casino.

φεύγω

(a piedi) (περπατώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È bello vestirsi bene e uscire per una serata in città.
Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non uscire senza la giacca, fuori fa freddo.

εμφανίζομαι, φανερώνομαι

verbo intransitivo (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli orsi escono dal letargo in primavera.
Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη.

φεύγω, ξεπαρκάρω

verbo intransitivo (di veicolo) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ricorda di controllare lo specchietto e indicare che stai uscendo.

βγαίνω

(per fare [qlcs]) (για διασκέδαση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Usciamo stasera! Potremmo andare al cinema.

αποσυνδέομαι

verbo intransitivo (informatica: disconnettersi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non dimenticarti di uscire quando hai finito di usare il computer.
Μην ξεχάσεις να αποσυνδεθείς όταν τελειώσεις με τον υπολογιστή.

βγαίνω

verbo intransitivo (a piedi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uscì da casa con le chiavi in mano. Invece di gridare ha deciso di uscire dall'ufficio in silenzio.
Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά.

αποσυνδέομαι

verbo intransitivo (siti internet) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando hai finito di fare shopping, dovresti uscire dal sito.
Όταν τελειώσεις με τα ψώνια πρέπει να βγεις από την ιστοσελίδα.

βγαίνω, δημοσιεύομαι

(essere pubblicato) (για βιβλία, ταινίες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il suo nuovo libro uscirà in autunno.
Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο.

βγαίνω

verbo intransitivo (film: nei cinema) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In Francia i nuovi film escono il mercoledì.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È uscito il sole.
Ο ήλιος βγήκε.

έξω από

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È uscita di casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βγήκε έξω από το σπίτι.

-

verbo intransitivo (pubblicazioni) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È uscito il suo nuovo romanzo.
Το νέο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È in carcere da un anno ma uscirà la settimana prossima.
Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα.

έξω, εκτός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi spiace, è uscito un momento.
Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό.

δημοσιεύομαι

verbo intransitivo (essere pubblicato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'avviso uscirà sul giornale di domani.

πετάγομαι, βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alla notizia gli sono usciti gli occhi dalle orbite.
Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της.

βγαίνω για σεργιάνι

verbo intransitivo (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I tre amici decisero di uscire venerdì sera per sentire un po' di musica.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel ha detto al capo cosa pensava di lui ed è uscita dalla stanza.

εκδίδω

(rivista: essere pubblicato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La rivista esce il 5 di ogni mese.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non mi sono accorto che avevo la borsa aperta; il mio cellulare è caduto e si è rotto.
Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια.

κάνω στην άκρη

(di veicolo: abbandonare una strada) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω από κτ

Il fumo esalava dalla ciminiera.
Καπνός βγήκε από την καμινάδα.

συνοδός

(maschio)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

βγαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esci dal buio e fermati qui sotto la luce dove posso vederti.
Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω.

προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα

(domande)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il senatore sapeva che sarebbero uscite delle domande circa la sua campagna.
Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του.

αποσυνδέομαι

verbo intransitivo (informatica) (Η/Υ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non dimenticare di uscire dalla tua e-mail quando usi un computer condiviso.
Μην ξεχνάς να αποσυνδέεσαι από τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σου, όταν χρησιμοποιείς κοινόχρηστο υπολογιστή. Πρέπει να αποσυνδεθώ πριν γυρίσει η μητέρα μου.

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ha suonato l'allarme, sono usciti tutti dalle uscite di sicurezza.
Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου.

βγαίνω έξω

verbo intransitivo

Hai chiesto a tua mamma se puoi uscire a giocare?
Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις;

τα έχω με κπ

verbo intransitivo (informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lola e Archie sono solo amici oppure escono insieme?
Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν;

βγαίνω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Da tutta questa confusione forse uscirà qualcosa di buono.
Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό.

ξεπετάγομαι από κτ

verbo intransitivo

Il pulcino è finalmente uscito dal guscio.
Το κλωσσόπουλο βγήκε επιτέλους από το αυγό του.

κλείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esci da Word prima di spegnere il computer.
Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gli è venuta un'irritazione al collo.
Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του

βγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il treno si fermò accanto alla piattaforma e tutti i passeggeri scesero.

αράζω

(figurato: con gli amici) (ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oggi esco coi ragazzi; vado al pub di Frankie.

το έξω

verbo intransitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uscire costa più che stare a casa.

clickbait

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκουλήκι

sostantivo femminile (για δόλωμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δόλωμα βυθού

sostantivo femminile (per pesca)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δόλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψαρεύω με πετονιά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esca στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.