Τι σημαίνει το ricevere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ricevere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ricevere στο Ιταλικό.
Η λέξη ricevere στο Ιταλικό σημαίνει λαμβάνω, παίρνω, παίρνω ως δώρο, έχω σήμα, λαμβάνω, παίρνω, λαμβάνω, μαθαίνω, λαμβάνω, παίρνω, υποδέχομαι, παραλαμβάνω, παίρνω, γίνομαι δεκτός, μου έρχεται, βλέπω, παραλήπτης, παραλήπτρια, υφίσταμαι, παίρνω, παίρνω, ακούω, καλωσορίζω, υποδέχομαι, παίρνω, προκαλώ, φέρνω, παραλαμβάνω, τραβάω, τραβώ, στην πρόνοια, γραμμένος στο ταμείο ανεργίας, δικαιώνομαι, παίρνω τα παπούτσια στο χέρι, λαμβάνω την θεία Κοινωνία, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, λαμβάνω την θεία Κοινωνία, παίρνω έγκριση, παίρνω το μήνυμα, ενημερώνομαι για κτ, παίρνω πόδι, δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι, φιλοξενώ, έχω καλεσμένους, παίρνω απάντηση, περιμένω απάντηση, συγκεντρώνω περισσότερες ψήφους από κπ, με επίδομα ανεργίας, παίρνω απάντηση, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, απορρίπτομαι, λαμβάνω θερμό χειροκρότημα, περιμένω απάντηση, παίρνω νομική βοήθεια, παίρνω πίσω, μη δεκτικός, λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ, ευλογώ, κτ είναι σίγουρο, πιάνω το μήνυμα, παίρνω το μήνυμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ricevere
λαμβάνω, παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sì, ho ricevuto il pacco ieri. Ναι, έλαβα (or: πήρα) το δέμα χτες. |
παίρνω ως δώροverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La bambina ha ricevuto una bambola per il suo compleanno. Το κορίτσι έλαβε ως δώρο για τα γενέθλιά της μια κούκλα. |
έχω σήμα(radio, tv) (ραδιόφωνο, τηλεόραση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ricevi il canale di New York a casa tua? Πιάνεις τα κανάλια της Νέας Υόρκης σπίτι σου; |
λαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (onde radio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Houston, ricevete? Χιούστον, λαμβάνεις; |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riceve un buono stipendio per il suo duro lavoro. |
λαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era onorato di ricevere il titolo di "Cavaliere" dalla regina. |
μαθαίνω, λαμβάνω, παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (τα νέα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha ricevuto la notizia della morte di suo figlio martedì. Πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου της την Τρίτη. |
υποδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti metteresti sulla porta a ricevere gli ospiti? |
παραλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho appena ricevuto un grande pacco misterioso. Μόλις παρέλαβα ένα μεγάλο μυστηριώδης πακέτο. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai ricevuto il messaggio che ti ho mandato? Πήρες το μήνυμα που σου έστειλα; |
γίνομαι δεκτός(με κτ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Οι μαθητές έκαναν δεκτές τις ερωτήσεις της καθηγήτριας με αμήχανη σιωπή. |
μου έρχεταιverbo transitivo o transitivo pronominale (conto, bolletta) (ο λογαριασμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il mese scorso, Shawna ha ricevuto una bolletta telefonica salatissima. Η Σόνα έκανε έναν τεράστιο λογαριασμό τηλεφώνου τον τελευταίο μήνα. |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore la riceverà adesso. |
παραλήπτης, παραλήπτριαverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Rami Malek ha ricevuto l'Oscar come Miglior Attore nel 2019. |
υφίσταμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il calciatore dovette abbandonare la partita dopo aver subito un infortunio. Ο ποδοσφαιριστής έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα έπειτα από τον τραυματισμό που υπέστη. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi rifiuto di accettare i tuoi soldi. Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai già avuto i risultati del tuo esame? |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Houston, mi sentite? |
καλωσορίζω, υποδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mentre Mary va a salutare gli ospiti, Fred finisce di preparare la tavola per la cena. Ενώ η Μαίρη υποδέχεται τους καλεσμένους, ο Φρεντ ολοκληρώνει το στρώσιμο του τραπεζιού για το δείπνο. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (αντιδράσεις, συναισθήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il discorso del presidente al Congresso ha ricevuto reazioni diverse, un partito ha esultato, l'altro ha fischiato. Ο λόγος του προέδρου στο Κογκρέσο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Ένα κόμμα τον επιδοκίμασε, ενώ ένα άλλο τον αποδοκίμασε. |
φέρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (prendere) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha accettato la consegna dal corriere. Παρέλαβε το φορτίο από τον διανομέα. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ottiene sempre tutte le attenzioni. |
στην πρόνοιαverbo transitivo o transitivo pronominale (di invalidità, di disoccupazione ecc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo l'incidente ha ricevuto un sussidio di invalidità finché non si è ristabilita. |
γραμμένος στο ταμείο ανεργίας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δικαιώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (buone azioni) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se segui le regole e agisci secondo le direttive riceverai il giusto riconoscimento. |
παίρνω τα παπούτσια στο χέρι(figurato, informale: licenziato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμβάνω την θεία Κοινωνίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William è un saputello che non vuole ricevere istruzioni da nessuno. |
λαμβάνω την θεία Κοινωνίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando frequentava la scuola elementare fece la Prima Comunione. |
παίρνω έγκρισηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Una volta ricevuta l'autorizzazione da parte del capo, ho cominciato a pianificare il lancio del nuovo prodotto. |
παίρνω το μήνυμαverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ, καθομ: γνωστοποίηση ή έγκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενημερώνομαι για κτ
|
παίρνω πόδιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: licenziamento) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δωροδοκούμαι, χρηματίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φιλοξενώ, έχω καλεσμένουςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le piace molto ricevere ospiti: organizza splendide cene tutti i venerdì. |
παίρνω απάντησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho mandato molte e-mail ma non ho mai ricevuto risposta. |
περιμένω απάντησηverbo transitivo o transitivo pronominale |
συγκεντρώνω περισσότερες ψήφους από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αντιπολίτευση πλειοψήφησε έναντι της κυβέρνησης και συνεπώς δεν ψηφίστηκε το νομοσχέδιο. |
με επίδομα ανεργίαςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chi vive di sussidi statali non se la passa bene. |
παίρνω απάντησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sta ricevendo un'istruzione su come si suona il pianoforte. |
απορρίπτομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: chiusura) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λαμβάνω θερμό χειροκρότημαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιμένω απάντηση
Ho mandato una email al mio amico e ho subito ricevuto una sua risposta. |
παίρνω νομική βοήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω πίσω
Ho portato a riparare l'orologio e lo riavrò indietro martedì. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήγα το ρολόι μου για επισκευή και θα το πάρω πίσω την Τρίτη. |
μη δεκτικόςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευλογώ(figurato) (κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κτ είναι σίγουροaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si è sempre certi di ricevere un caloroso benvenuto in questo albergo. Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά. |
πιάνω το μήνυμα, παίρνω το μήνυμαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: capire un concetto) (καθομιλουμένη, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ricevere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ricevere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.