Τι σημαίνει το richiesto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης richiesto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του richiesto στο Ιταλικό.
Η λέξη richiesto στο Ιταλικό σημαίνει ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, ζητώ, απαιτώ, επιβάλλω, επιβάλλω, γίνομαι απαιτητός, παίρνω, ζητώ, ζητώ, απαιτώ, γράφω για να ζητήσω κτ, υποβάλλω αίτηση, απαιτώ, συνεπάγομαι, απαιτώ, χρειάζομαι απελπισμένα, ζητάω, θέλω, απαιτώ, διεκδικώ, απαιτώ, απαιτούμενος, περιζήτητος, που ζητείται, επιθυμητός, που ζητείται, που αναζητείται, απαραίτητος, στη μόδα, που αναζητείται, απαιτούμενος, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, καλώ κπ να υποβάλει κτ, στοιχίζω, κοστίζω, παίρνω ώρα, παίρνω χρόνο, παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα, παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό, απαιτώ πληρωμή, παραγγέλνω, το να κάνω κτ παίρνει πολύ καιρό, το να κάνω κτ θέλει πολύ καιρό, απαιτώ, ρωτάω, ρωτώ, απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχή, ζητώ κτ από κτ, πρέπει να κάνω κτ, παίρνω χρόνο, μου παίρνει πολύ καιρό, ζητώ, ρωτάω, ρωτώ, απευθύνομαι, απαιτώ, προβάλλω αίτημα σε κτ, καλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης richiesto
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha richiesto più tempo per finire la relazione. ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ή να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ha chiesto di finire il lavoro entro venerdì. Της ζήτησε να τελειώσει τη δουλειά έως την Παρασκευή. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il poliziotto mi ha chiesto patente e libretto. Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per richiedere un nuovo documento, compilare il modulo allegato. |
απαιτώ, επιβάλλω(να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ricetta richiede zucchero di canna, non di barbabietola. La situazione richiede una risposta calma e ponderata. |
γίνομαι απαιτητόςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il pagamento del debito può essere richiesto in qualsiasi momento. Το χρέος θα μπορούσε να γίνει απαιτητό ανά πάσα στιγμή. |
παίρνω(consentire) (ανταλακτικό, εξάρτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa lampada richiede delle lampadine speciali. |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: κτ από κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'artista sollecitò delle opinioni sulla sua nuova scultura. |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore ha richiesto un'indagine. Il cancelliere del tribunale ha chiesto silenzio in aula. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo compito richiede un alto grado di concentrazione. Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης. |
γράφω για να ζητήσω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joe ordinò la crema per la pelle che aveva visto pubblicizzata nella rivista. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νομίζω ότι θα ζητήσω γραπτώς εκείνο το καινούριο βιβλίο που είδα στο Άμαζον. |
υποβάλλω αίτηση(για κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thomas ha fatto domanda per una carta di credito. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pretende dedizione dai suoi dipendenti. Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του. |
συνεπάγομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il successo presuppone un duro lavoro. Η επιτυχία συνεπάγεται σκληρή δουλειά. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La diva chiese dei vasi di rose rosse nel suo camerino. Η ντίβα είχε την απαίτηση να υπάρχουην βάζα με τριαντάφυλλα στο καμαρίνι της. |
χρειάζομαι απελπισμέναverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La casa era in cattive condizioni e richiedeva manutenzione. |
ζητάωverbo transitivo o transitivo pronominale (aiuto) (βοήθεια: από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha chiesto il suo aiuto. Ζήτησε τη βοήθειά του. |
θέλω(esigere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In quanto tuo datore di lavoro, mi aspetto la perfezione: questo lavoro, così com'è, non è abbastanza. Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή! |
απαιτώ, διεκδικώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio padre non ha mai richiesto il diritto di visita dopo il divorzio dei miei. Ο πατέρας δεν διεκδίκησε ποτέ τις επισκέψεις που δικαιούτο μετά το διαζύγιο των γονιών μου. |
απαιτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La situazione richiedeva alcune soluzioni creative. |
απαιτούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Αναρωτιέμαι, έχει άραγε τις αναγκαίες (or: απαραίτητες) δεξιότητες για τη δουλειά; |
περιζήτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qui gli alloggi economici sono sempre richiesti. |
που ζητείταιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si prega di allegare la documentazione richiesta alla propria domanda. |
επιθυμητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fate asciugare la salsa finché non raggiunge la consistenza richiesta. |
που ζητείται, που αναζητείταιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαραίτητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non avevamo tutti gli ingredienti richiesti nella ricetta. Δεν είχαμε όλα τα απαραίτητα υλικά για την συνταγή. |
στη μόδα(alla moda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'articolo più richiesto quest'anno è la camicia stampata. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πιο χοτ μπότες φέτος έχουν τετράγωνο τακούνι. |
που αναζητείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο χαμένος άντρας βρέθηκε τελικά. |
απαιτούμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Nessuno aveva fornito le informazioni necessarie così la riunione è stata rinviata. Δεν έφερε κανείς τις απαιτούμενες (or: απαραίτητες) πληροφορίες και έτσι το μίτινγκ αναβλήθηκε. |
ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La senzatetto mi chiese del denaro. Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά. |
ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mia sorella mi ha chiesto di passarle il sale. Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι. |
καλώ κπ να υποβάλει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση. |
στοιχίζω, κοστίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: σε κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tre anni di lavoro incessante, sette giorni su sette e senza vacanze, ha richiesto un pesante tributo: la salute di John ne ha pesantemente risentito. |
παίρνω ώρα, παίρνω χρόνοverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό(μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαιτώ πληρωμήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta ai nuovi clienti chiedevo il pagamento anticipato. Παλαιότερα απαιτούσα πληρωμή εκ των προτέρων από τους νέους μου πελάτες. |
παραγγέλνω(μέσω ταχυδρομείου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho ordinato delle magliette personalizzate per posta. |
το να κάνω κτ παίρνει πολύ καιρό, το να κάνω κτ θέλει πολύ καιρόverbo intransitivo (μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απαιτώ(να) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esigeva che lui portasse via la spazzatura. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό. |
ρωτάω, ρωτώ(αν/εάν/πότε/πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred ha chiesto a Larry se aveva tempo di aiutarlo a traslocare questo fine settimana. Ο Φρεντ ρώτησε αν ο Λάρυ είχε χρόνο να τον βοηθήσει να μετακομίσει το σαββατοκύριακο. Η Λούσι ρώτησε πότε φεύγει το επόμενο τραίνο για Κινγκ Τζορτζ Κρος. |
απαιτώ προσοχή, απαιτώ άμεση προσοχήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La violenza delle armi è una questione seria che richiede attenzione. |
ζητώ κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale |
πρέπει να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compilazione del modulo è richiesta. Υποχρεούστε να συμπληρώσετε αυτή την αίτηση. |
παίρνω χρόνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci vuole tempo per fare questo lavoro come si deve. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα πάρει χρόνο να κάνω σωστά. Παίρνει πολύ χρόνο να γράψεις ένα καλό μυθιστόρημα. |
μου παίρνει πολύ καιρόverbo intransitivo (μέρες, μήνες κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάνοντας θόρυβο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini chiedevano insistentemente il gelato. |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scrivo la presente per chiedere se nella vostra azienda ci sono delle posizioni aperte. |
απευθύνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (aiuto) (σε κπ για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il governatore dello stato ha chiesto aiuto al Presidente per fermare le rivolte. Οι κυβερνήτες της πολιτείας ζήτησαν βοήθεια από τον Πρόεδρο για να σταματήσουν τις εξεγέρσεις. |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (seguito da subordinata) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lavoro prevedeva che arrivasse ogni giorno alle 8.30. Η δουλειά απαιτούσε να έρχεται στις 08:30 κάθε πρωί. |
προβάλλω αίτημα σε κτ(επίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I genitori hanno fatto richiesta al preside di annullare l'assemblea. Οι γονείς ζήτησαν από τον διευθυντή να ακυρωθεί η συνέλευση. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il magistrato ha invitato l'imputato ad avvicinarsi al banco. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του richiesto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του richiesto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.