Τι σημαίνει το regola στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης regola στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του regola στο Ιταλικό.
Η λέξη regola στο Ιταλικό σημαίνει κανόνας, κανονισμός, νόμος, κανονισμός, αρχή, αρχή, αρχή, κανόνας, άγραφος κανόνας, προσαρμόζω, συχνός, που έχει καταχωρηθεί, ξαναρυθμίζω, ρυθμίζω, ελέγχω, προσαρμόζω με ακρίβεια, τακτικός, βιδώνω, ομαλός, κανονικός, συγχρονίζω, δικαιολογημένος, προσαρμόζω, διορθώνω, συντονίζω, ρυθμίζω, επαναλαμβανόμενος, ομαλός, σταθερός, τακτικός, συντονίζω, συγχρονίζω, ρυθμίζω, προσαρμόζω, κόβω, κουρεύω, διαμορφώνω, φυσιολογικός, κανονικός, κανονικός, τυπικός, κόβω, ρυθμίζω, ορίζω, καθορίζω, συνήθης, ομαλός, λείος, πάτσι, επίσημος, ρυθμίζω, εξοφλώ, αποπληρώνω, επιδέξιος, ως κανόνας, γενικά, συνήθως, χρυσός κανόνας, απαράβατος κανόνας, ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλος, γενικός κανόνας, εμπειρικός κανόνας, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων, βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας, ο κανόνας των έξι, παρακάμπτω τους κανόνες, πετυχαίνω τον στόχο, ικανοποιητικός, συγύρισμα, δόγμα περί του νομικού προηγούμενου και της τήρησης των νόμων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης regola
κανόναςsostantivo femminile (matematica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è una regola che determina i numeri negativi. Υπάρχει ένας κανόνας που ισχύει για τους αρνητικούς αριθμούς. |
κανονισμός(regola) (νόμος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Qui c'è un regolamento che impedisce di suonare musica. Υπάρχει κανονισμός που απαγορεύει να παίζετε μουσική εδώ. |
νόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La regola è che non si può passare con il semaforo rosso. Ο νόμος λέει ότι δεν μπορείς να περάσεις με κόκκινο. |
κανονισμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il manuale dei dipendenti comprende una regola che proibisce di indossare gioielli quando si fa funzionare un macchinario. Το εγχειρίδιο περιέχει έναν κανονισμό που απαγορεύει στο προσωπικό να φοράει κοσμήματα όταν χειρίζεται μηχανές. |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nostra società agisce in base al principio del completo impegno da parte dei nostri dipendenti. |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molte persone traggono il loro buon comportamento dai precetti della religione. |
αρχή(συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mangiare carne va contro i miei principi. |
κανόνας(γενικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il suo comportamento va contro i canoni dell'etica. |
άγραφος κανόναςsostantivo femminile È la prassi mandare un biglietto di ringraziamento a chi ha fatto un regalo. Συνηθίζεται να στέλνεις ένα σημείωμα, για να ευχαριστήσεις κάποιον για ένα δώρο. |
προσαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Zelda ha regolato il colore del monitor del computer. Η Ζέλντα διόρθωσε το χρώμα στην οθόνη του υπολογιστή. |
συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η συχνή χρήση αναλγητικών ίσως οδηγήσει σε εθισμό. |
που έχει καταχωρηθείaggettivo (pagamenti: non in nero) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questi pagamenti erano regolari o in nero? |
ξαναρυθμίζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Naomi aveva notato che il suo orologio andava indietro e lo regolò. Η Ναόμι παρατήρησε ότι το ρολόι της πήγαινε αργά και το ξαναρύθμισε. |
ρυθμίζω, ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un sistema di valvole regola l'afflusso di lubrificante. Μια σειρά από βαλβίδες ρεγουλάρει τη ροή του λιπαντικού. |
προσαρμόζω με ακρίβειαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non è riuscito in alcun modo a regolare la radio usando la manopola. |
τακτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il medico chiese a Linda se aveva un ciclo regolare. Ο γιατρός ρώτησε τη Λίντα εάν είχε κανονική (or: φυσιολογική) περίοδο. |
βιδώνω(ανάλογα με την περίσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ομαλόςaggettivo invariabile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La flessione di questo verbo è regolare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτή είναι μια ομαλή κλίση του συγκεκριμένου ρήματος. |
κανονικόςaggettivo (χωρίς διακυμάνσεις) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo polso era molto regolare. Ο σφυγμός του ήταν κανονικός. |
συγχρονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo regolato il motore in modo che le candele si accendano ai giusti intervalli. |
δικαιολογημένος(λόγος, ενέργεια) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il costo elevato di questi dipinti è giustificato per la loro bellezza. |
προσαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il quadro sul muro è storto, puoi sistemarlo? Ο πίνακας στον τοίχο είναι στραβός. Σε παρακαλώ φτιάξ' τον. |
συντονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha sintonizzato la radio sulla sua stazione preferita. Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό. |
ρυθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επαναλαμβανόμενοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La gonna di Mary ha un motivo regolare a cerchietti. Η φούστα της Μαίρης είχε ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο με μικροσκοπικά κυκλάκια. |
ομαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I meccanismi regolati dell'orologio fanno sì che suoni ogni ora. |
σταθερός, τακτικόςaggettivo (π.χ. πελάτης) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trevor è un bevitore regolare, beve la maggior parte delle sere da quando torna dal lavoro fino a quando va a letto. |
συντονίζω, συγχρονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil ha cercato di sincronizzare gli altoparlanti. |
ρυθμίζω, προσαρμόζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo regolare questa cinta, è troppo larga. |
κόβω, κουρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il barbiere tagliò i capelli a John. Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον. |
διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arredatore ha sistemato la stanza con gusto. |
φυσιολογικός, κανονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I risultati delle tue analisi sono tutti normali. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος που έκανες είναι όλα φυσιολογικά (or: κανονικά). |
κανονικός, τυπικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La temperatura normale qui è 70° F. Η τυπική θερμοκρασία εδώ είναι 70 βαθμοί Φάρεναϊτ. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry si spunta la barba regolarmente. Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του. |
ρυθμίζω(motori, auto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio amico meccanico mi ha messo a punto la macchina. |
ορίζω, καθορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La costituzione stabilisce le procedure decisionali del consiglio. |
συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La procedura usuale di fare le cose non funzionava per questo problema. Η συνήθης προσέγγιση δεν ισχύει για αυτό το πρόβλημα. |
ομαλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lavoro di Tim è di accertarsi del corretto (or: normale) funzionamento dei sistemi della fabbrica. Η δουλειά του Τιμ είναι να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των συστημάτων του εργοστασίου. |
λείοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei ha smerigliato il tavolo per rendere la superficie uniforme. Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι για να κάνει την επιφάνεια λεία. |
πάτσι(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ecco i tuoi soldi. Abbiamo pareggiato il debito ora? Ορίστε τα χρήματά σου. Είμαστε πάτσι τώρα; |
επίσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un segnale ufficiale di attenzione che bisogna rispettare. |
ρυθμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (orologi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho appena cambiato la batteria dell'orologio, quindi devo impostare di nuovo l'ora. |
εξοφλώ, αποπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδέξιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ως κανόνας, γενικά, συνήθως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Di norma nei giorni feriali andiamo a dormire presto. |
χρυσός κανόναςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La regola d'oro è di trattare gli altri come vorresti che gli altri trattassero te. |
απαράβατος κανόναςsostantivo femminile Non c'è una regola ferrea su cosa renda un cibo adatto per un picnic. |
ταμειακώς ενήμερο μέλος, ταμειακώς τακτοποιημένο μέλοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ogni socio in regola con la quota associativa può nominare candidati per le cariche o votare alle elezioni. Όλα τα ταμειακώς τακτοποιημένα μέλη μπορούν να προτείνουν υποψήφιους για την ανάληψη αξιώματος ή να ψηφίζουν στις εκλογές. |
γενικός κανόναςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La regola generale è che i parenti della sposa paghino il matrimonio. Ο γενικός κανόνας είναι ότι οι γονείς της νύφης πληρώνουν το γάμο. |
εμπειρικός κανόναςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La regola generale quando si fa il bucato è tenere separati i vestiti chiari e quelli scuri. Ο εμπειρικός κανόνας όταν πλένεις ρούχα είναι να ξεχωρίζεις τα ανοιχτόχρωμα από τα σκουρόχρωμα. |
καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά
Complimenti per il lavoro ben fatto! |
νόμος των φάσεων, κανόνας των φάσεων
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βασικός κανόνας, θεμελιώδης κανόνας
Dobbiamo concordare alcune regole di base prima di qualsiasi ulteriore passo. Niente fumo in camera tua: questa è una regola di base. |
ο κανόνας των έξιsostantivo femminile (Covid: limitazione sociale) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παρακάμπτω τους κανόνεςverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πετυχαίνω τον στόχο(essere adatto, adeguato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ικανοποιητικόςaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Susan è un membro in piena regola dell'American Medical Association. |
συγύρισμαverbo transitivo o transitivo pronominale (specifico: lavoro) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δόγμα περί του νομικού προηγούμενου και της τήρησης των νόμων(latino: legale) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του regola στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του regola
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.