Τι σημαίνει το produzione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης produzione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του produzione στο Ιταλικό.

Η λέξη produzione στο Ιταλικό σημαίνει απόδοση, παραγωγή, ζύμωση, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, παραγωγή, κατασκευή, παραγωγή, κατασκευή, παραγωγή, παραγωγή, παρουσίαση, εφοδιαστική αλυσίδα, παραγωγή ταινιών, προπαραγωγή, κλείσιμο, κατασκευασμένος στο εξωτερικό, που γυρίζεται, στα σκαριά, διεκπεραιωτικότητα, ζυθοποιία, δαντελοποιία, εκτροφή αγελάδων παραγωγής γάλακτος, εργοστάσιο παραγωγής, δοκιμαστική παραγωγή, βιομηχανία υποδημάτων, παραγωγή κρασιού, μαζική παραγωγή, οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση, επεξεργασία τροφίμων, κόστος εισροών, κόστος παραγωγικών συντελεστών, λιτή παραγωγή, περιβάλλον παραγωγής, μέθοδος παραγωγής, ποσόστωση παραγωγής, σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής, διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής, πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής, βοηθός παραγωγής, τεχνικός παραγωγής, παρακολούθηση παραγωγής, εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής, γαλακτοκομία, απεικόνιση, παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά, παραγωγικότητα, στην παραγωγή, ζαχαροπλαστική, υλοτομία, ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή, κινηματογραφικό στούντιο, αύξηση παραγωγής, ανεξάρτητη επιχείρηση, στούντιο, προς μαζική παραγωγή, γραμμή παραγωγής, συγγραφικό έργο, ημερήσια απόδοση, υαλουργία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης produzione

απόδοση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Attualmente la nostra produzione è il doppio di quella dello stesso periodo dell'anno scorso.
Η τρέχουσα παραγωγή μας είναι διπλάσια από ότι πέρσι τέτοια εποχή.

παραγωγή

sostantivo femminile (quantità prodotta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζύμωση

(di birra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La produzione della birra richiede tempo.

παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo articolo è così richiesto che la fabbrica ha dovuto aumentare la produzione.
Αυτό το προϊόν είναι τόσο δημοφιλές που το εργοστάσιο έπρεπε να αυξήσει την παραγωγή.

παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La produzione è la fase in cui il film viene girato.
Η παραγωγή είναι το στάδιο κατά το οποίο γίνονται τα γυρίσματα της ταινίας.

παραγωγή

sostantivo femminile (rendimento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La produzione della fabbrica è eccellente.
Η παραγωγή από εκείνο το εργοστάσιο είναι άψογη.

παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La produzione di un'opera d'arte richiede molto tempo e lavoro.
Η δημιουργία ενός έργου τέχνης απαιτεί πάρα πολύ χρόνο και προσπάθεια.

παραγωγή, κατασκευή

(προϊόντος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra attività è la produzione di elettrodomestici.
Η δουλειά μας είναι η παραγωγή των λεγόμενων λευκών προϊόντων.

παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo studente di fisica ha studiato la produzione dell'energia elettrica.
Οι φοιτητές φυσικής μελέτησαν την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.

κατασκευή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La produzione è stata danneggiata ed è stato necessario buttarla via.
Η παραγωγή καταστράφηκε και έπρεπε να πεταχτεί.

παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra azienda è specializzata nella produzione di auto di lusso.
Η εταιρεία μας ειδικεύεται στην κατασκευή πολυτελών αυτοκινήτων.

παρουσίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenn sosteneva di non aver fatto nulla di male, ma le registrazioni della telecamera di sorveglianza hanno dimostrato che stava mentendo.

εφοδιαστική αλυσίδα

(merci, commercio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Basta uno sciopero dei camionisti per interrompere tutta la filiera.
Μια απεργία των φορτηγατζήδων φτάνει για να σπάσει την εφοδιαστική αλυσίδα.

παραγωγή ταινιών

(attività di fare dei film)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προπαραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλείσιμο

(fabbrica, impresa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατασκευασμένος στο εξωτερικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Perché comprare un prodotto estero quando ne puoi comprare uno nazionale che costa meno?

που γυρίζεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στα σκαριά

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεκπεραιωτικότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fabbrica progetta di aumentare il volume di produzione quest'anno.
Το εργοστάσιο σχεδιάζει να αυξήσει τη διεκπεραιωτικότητά του φέτος.

ζυθοποιία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La produzione della birra è stata l'impresa di famiglia per un centinaio di anni.

δαντελοποιία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτροφή αγελάδων παραγωγής γάλακτος

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εργοστάσιο παραγωγής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La mia azienda ha aperto uno stabilimento produttivo in Cina

δοκιμαστική παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βιομηχανία υποδημάτων

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραγωγή κρασιού

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζική παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Henry Ford ha applicato le tecniche della produzione di massa alle automobili.

οικονομική παραγωγή, οικονομική απόδοση

sostantivo femminile

επεξεργασία τροφίμων

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόστος εισροών, κόστος παραγωγικών συντελεστών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

λιτή παραγωγή

sostantivo femminile

περιβάλλον παραγωγής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέθοδος παραγωγής

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποσόστωση παραγωγής

(περιορισμός παραγωγής)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής

(ΤV, κινηματογράφος)

διευθυντής παραγωγής, διευθύντρια παραγωγής

πλατφόρμα παραγωγής, εξέδρα παραγωγής

(εξόρυξη πετρελαίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βοηθός παραγωγής

(ΤV, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

τεχνικός παραγωγής

(ΤV, κινηματογράφος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

παρακολούθηση παραγωγής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργάτης παραγωγής, εργάτρια παραγωγής

γαλακτοκομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απεικόνιση

sostantivo femminile (tecnologia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il fisico lavorava per la NASA prestando assistenza nella produzione di immagini.

παραγωγή σε σειρά, παραγωγή εν σειρά

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παραγωγικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στην παραγωγή

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nuovo modello è attualmente in produzione e sarà disponibile all'inizio del prossimo anno.
Το τελευταίο μοντέλο είναι στην παραγωγή αυτή τη στιγμή και θα είναι διαθέσιμο στις αρχές του άλλου χρόνου. Νέα αυτοκίνητα εξοικονόμησης ενέργειας, τα οποία θα βοηθήσουν στη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, βρίσκονται πλέον στην παραγωγή.

ζαχαροπλαστική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Wilson studiava produzione dolciaria ed era sempre alla sperimentazione di combinazioni di sapori diverse.

υλοτομία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A causa dell'eccessiva produzione di legname, molte foreste si stanno impoverendo.

ελλειμματική παραγωγή, ανεπαρκής παραγωγή

sostantivo femminile

La malattia causa una produzione insufficiente di globuli rossi.

κινηματογραφικό στούντιο

(società)

αύξηση παραγωγής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανεξάρτητη επιχείρηση

Mi piace lavorare nel negozietto perché è un'azienda indipendente.

στούντιο

sostantivo femminile (cinema)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il film è stato realizzato da una delle maggiori case di produzione di Holliwood.

προς μαζική παραγωγή

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda spera di incrementare le sue vendite convertendosi alla produzione a basso costo.

γραμμή παραγωγής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συγγραφικό έργο

La bibliografia dell'autore include tre romanzi e un libro di poesie.

ημερήσια απόδοση

sostantivo femminile (lavoro)

υαλουργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του produzione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.