Τι σημαίνει το produrre στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης produrre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του produrre στο Ιταλικό.
Η λέξη produrre στο Ιταλικό σημαίνει παράγω, παράγω, είμαι παραγωγός, δημιουργώ, κάνω την παραγωγή, -, παράγω, παράγω, κατασκευάζω, εκτρέφω, παράγω, προκαλώ, επιφέρω, βγάζω, παράγω, κατασκευάζω, οδηγώ, φέρνω, βγάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, προκαλώ, δημιουργώ, καλλιεργώ, γεννάω, γεννώ, -, αποδίδω, φτιάχνω, αποδίδω, αποφέρω, παράγω, κλαγγάζω, παράγω ηλεκτρική ενέργεια, θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ, βγάζω φουσκάλες, ξεπερνάω σε παραγωγή, υπερπαράγω, παράγω κτ μαζικά, παράγω, κατασκευάζω, ανεβάζω, κάνω ομομιξία, διασταυρώνομαι με κτ, χτυπάω, χτυπώ, κάνω μούρα, βγάζω μούρα, παράγω μαζικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης produrre
παράγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'impianto produce trattori. Το εργοστάσιο κατασκευάζει (or: παράγει) τρακτέρ. |
παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (rendere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa terra produce una tonnellata di grano per ettaro. Αυτή η γη παράγει έναν τόνο καλαμπόκι ανά εκτάριο. |
είμαι παραγωγός(cinema, televisione, musica) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Dopo aver fatto fortuna come attore, ha cominciato a produrre film. Αφού έκανε περιουσία ως ηθοποιός, άρχισε να είναι παραγωγός σε ταινίες. |
δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia sorella crea oggetti d'arte. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε εφτά ημέρες. |
κάνω την παραγωγήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quanti album dei Beatles sono stati prodotti da George Martin? Σε πόσα άλμπουμ τον Μπίτλς έκανε την παραγωγή ο Τζόρτζ Μάρτιν; |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sono così fuori forma che produco sudore anche solo camminando fino a dietro l'angolo. Είμαι τόσο αγύμναστος που ιδρώνω απλά και μόνο όταν περπατήσω μέχρι την γωνία. |
παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa fabbrica produce 20.000 spazzolini all'anno. |
παράγω, κατασκευάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa fabbrica produce cinquemila sedie al giorno. |
εκτρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anno scorso le grandi industrie agrarie hanno prodotto milioni di tonnellate di carne di manzo. |
παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fattoria ha prodotto un buon raccolto di patate. |
προκαλώ, επιφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quest'albero fruttifica in tarda estate. |
παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim ha messo in moto il generatore per produrre energia elettrica. Ο Τιμ πείραξε τη γεννήτρια για να παράξει ηλεκτρισμό. |
κατασκευάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo stabilimento produce pezzi per macchina. Το εργοστάσιο παράγει εξαρτήματα αυτοκινήτων. |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bocciatura all'esame avrà come risultato una insufficienza. Η αποτυχία στο τεστ θα οδηγήσει σε κακό μέσο όρο βαθμολογίας για την τάξη. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ogni sei mesi lo scrittore sfornava un nuovo libro. |
φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quell'industria fabbrica bulloni. Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες. |
προκαλώ, δημιουργώ(causare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un buon lavoro di squadra porta ad una maggiore produttività sul posto di lavoro. |
καλλιεργώverbo transitivo o transitivo pronominale (φυτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agricoltore ha coltivato dieci acri di grano. Ο αγρότης καλλιέργησε 40 στρέμματα αραβόσιτου. |
γεννάω, γεννώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La noia genera scontento, per questo la nostra scuola cerca di coinvolgere gli studenti in tutte le materie. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Αυτή ήταν η πρώτη σοδειά μπιζελιών που καλλιεργήσαμε. |
αποδίδωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa fattoria ha prodotto molto quest'anno. |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sarta poteva fare sei vestiti in un giorno. |
αποδίδω, αποφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investimento ha reso un forte guadagno. |
παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I batteri hanno prodotto alcol nel fusto sigillato. |
κλαγγάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'armatura pesante sferragliava mentre camminava. |
παράγω ηλεκτρική ενέργειαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci sono molte alternative per generare elettricità pulita come il solare, l'eolico e l'idrico. |
θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώverbo transitivo o transitivo pronominale (da parte dell'organismo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω φουσκάλες(medicina) (φουσκάλες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπερνάω σε παραγωγή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερπαράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παράγω κτ μαζικάverbo transitivo o transitivo pronominale |
παράγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fabbrica produce in serie migliaia di lattine di fagioli in umido ogni giorno. Το εργοστάσιο παράγει κάθε μέρα χιλιάδες κονσέρβες με φασόλια σε σάλτσα ντομάτας. |
κατασκευάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (industria) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred ha prodotto i pezzi a macchina molto attentamente. Ο Φρεντ κατασκεύασε τα μέρη με πολλή προσοχή. |
ανεβάζω(prezzo, offerta, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ομομιξίαverbo intransitivo (biologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διασταυρώνομαι με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (biologia) (με άλλη ράτσα) |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (προκαλώ ήχο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Patrick sentiva i passi del vecchio che producevano tonfi sul pavimento sopra di lui. |
κάνω μούρα, βγάζω μούραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questa pianta di mirtillo è ancora troppo giovane per produrre bacche. |
παράγω μαζικάverbo transitivo o transitivo pronominale Il produttore di automobili produrrà la sua nuova auto elettrica a basso costo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του produrre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του produrre
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.