Τι σημαίνει το prodotto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prodotto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prodotto στο Ιταλικό.

Η λέξη prodotto στο Ιταλικό σημαίνει προϊόν, προϊόν, γινόμενο, προϊόν, αποτέλεσμα, κατασκευασμένος, παρασκευασμένος, αποτέλεσμα, δουλειά, εργασία, συνέπεια, προϊόν, εμπόρευμα, αγαθό, παραγωγή, που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε, απόφυση, εξέλιξη, -, γέννημα, αποκύημα, παράγω, -, παράγω, είμαι παραγωγός, παράγω, παράγω, κατασκευάζω, εκτρέφω, προκαλώ, επιφέρω, βγάζω, παράγω, δημιουργώ, παράγω, κατασκευάζω, οδηγώ, φέρνω, βγάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, προκαλώ, δημιουργώ, καλλιεργώ, κάνω την παραγωγή, γεννάω, γεννώ, αποδίδω, φτιάχνω, αποδίδω, αποφέρω, παράγω, έκσταση, χειροτέχνημα, καλλυντικά, κατασκευασμένος στο εξωτερικό, κατασκευασμένος από, εργοστασιακός, χημικό, αποκύημα, παράνομο αλκοόλ, υποπροϊόν, τελικό προϊόν, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος, ειδική παραγγελία, προϊόν στο τέλος του κύκλου ζωής του, προϊόν με περιορισμένο αγοραστικό κοινό, ανάπτυξη προϊόντος, προώθηση προϊόντος, τοποθέτηση προϊόντος στην αγορά, εφοδιασμός προϊόντων, διάρκεια ζωής, σήμα υπηρεσίας, σχετικό προϊόν, σχετικό είδος, κατάλοιπο, υπόλειμμα, τελικό προϊόν, βρίσκω το γινόμενο, δεν παράγομαι πια, παραδοτέο, πετροχημικός, ξύλινο έπιπλο, δύσκολο προϊόν, καθαριστικό δαπέδου, καθαριστικό πατώματος, αποτριχωτικό, κατασκευής, τα βασικά, ευθύνη λόγω ελαττωµατικών προϊόντων, πυρογενής, μαζικής παραγωγής, παράνομο οινοπνευματώδες ποτό, ακατέργαστο τεμάχιο, επίστρωμα, ελαττωματικό προϊόν, απόβλητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prodotto

προϊόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quando è finito, il prodotto viene confezionato e spedito ai negozi per la vendita.
Όταν είναι έτοιμο, το προϊόν συσκευάζεται και στέλνεται στα καταστήματα για να πωληθεί.

προϊόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La pioggia è il prodotto della condensazione del vapore acqueo.
Η βροχή είναι το προϊόν της υγροποίησης των υδρατμών.

γινόμενο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il prodotto di due per due è quattro.

προϊόν, αποτέλεσμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il successo di questo schema è il frutto del duro lavoro di Marilyn.
Η επιτυχία αυτού του πλάνου είναι το αποτέλεσμα όλης της σκληρής δουλειάς της Μέριλιν.

κατασκευασμένος, παρασκευασμένος

aggettivo (βιομηχανικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ora importiamo più merci prodotte di quelle che esportiamo.
Τώρα εισάγουμε περισσότερα βιομηχανικά κατασκευασμένα αγαθά από όσα εξάγουμε.

αποτέλεσμα

sostantivo maschile (risultato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δουλειά, εργασία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'armadio era uno dei prodotti del falegname.

συνέπεια

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il successo è stato un risultato del loro duro lavoro.

προϊόν, εμπόρευμα, αγαθό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il paese è famoso per alcune merci, ad esempio indumenti e gioielli.
Η χώρα είναι γνωστή για αγαθά όπως ρούχα και κοσμήματα.

παραγωγή

(cosa che esce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο βασικός πελάτης της εταιρείας αγοράζει το 70% των της παραγωγής.

που κατασκευάστηκε, που φτιάχτηκε

participio passato

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'etichetta di questo giocattolo dice "Fabbricato a Taiwan".
Η ετικέτα πάνω στο παιχνίδι γράφει «Κατασκευάστηκε στην Ταϊβάν».

απόφυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dal gambo centrale della pianta escono delle propaggini.

εξέλιξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa azienda è lo sviluppo di quella precedente.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Αυτή ήταν η πρώτη σοδειά μπιζελιών που καλλιεργήσαμε.

γέννημα, αποκύημα

sostantivo maschile (figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il macchinario è il frutto del genio creativo di Mary.

παράγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'impianto produce trattori.
Το εργοστάσιο κατασκευάζει (or: παράγει) τρακτέρ.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sono così fuori forma che produco sudore anche solo camminando fino a dietro l'angolo.
Είμαι τόσο αγύμναστος που ιδρώνω απλά και μόνο όταν περπατήσω μέχρι την γωνία.

παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rendere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa terra produce una tonnellata di grano per ettaro.
Αυτή η γη παράγει έναν τόνο καλαμπόκι ανά εκτάριο.

είμαι παραγωγός

(cinema, televisione, musica)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Dopo aver fatto fortuna come attore, ha cominciato a produrre film.
Αφού έκανε περιουσία ως ηθοποιός, άρχισε να είναι παραγωγός σε ταινίες.

παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa fabbrica produce 20.000 spazzolini all'anno.

παράγω, κατασκευάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa fabbrica produce cinquemila sedie al giorno.

εκτρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'anno scorso le grandi industrie agrarie hanno prodotto milioni di tonnellate di carne di manzo.

προκαλώ, επιφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quest'albero fruttifica in tarda estate.

παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fattoria ha prodotto un buon raccolto di patate.

δημιουργώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia sorella crea oggetti d'arte.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε εφτά ημέρες.

παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tim ha messo in moto il generatore per produrre energia elettrica.
Ο Τιμ πείραξε τη γεννήτρια για να παράξει ηλεκτρισμό.

κατασκευάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo stabilimento produce pezzi per macchina.
Το εργοστάσιο παράγει εξαρτήματα αυτοκινήτων.

οδηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bocciatura all'esame avrà come risultato una insufficienza.
Η αποτυχία στο τεστ θα οδηγήσει σε κακό μέσο όρο βαθμολογίας για την τάξη.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ogni sei mesi lo scrittore sfornava un nuovo libro.

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quell'industria fabbrica bulloni.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

προκαλώ, δημιουργώ

(causare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buon lavoro di squadra porta ad una maggiore produttività sul posto di lavoro.

καλλιεργώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (φυτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agricoltore ha coltivato dieci acri di grano.
Ο αγρότης καλλιέργησε 40 στρέμματα αραβόσιτου.

κάνω την παραγωγή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quanti album dei Beatles sono stati prodotti da George Martin?
Σε πόσα άλμπουμ τον Μπίτλς έκανε την παραγωγή ο Τζόρτζ Μάρτιν;

γεννάω, γεννώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La noia genera scontento, per questo la nostra scuola cerca di coinvolgere gli studenti in tutte le materie.

αποδίδω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa fattoria ha prodotto molto quest'anno.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sarta poteva fare sei vestiti in un giorno.

αποδίδω, αποφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'investimento ha reso un forte guadagno.

παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I batteri hanno prodotto alcol nel fusto sigillato.

έκσταση

(droga) (ναρκωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'ecstasy ha molti effetti collaterali, compreso il rischio di decesso.

χειροτέχνημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλλυντικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Teneva i cosmetici in un piccolo astuccio ricamato.
Κουβαλούσε τα καλλυντικά της σε μια μικρή τσάντα με κεντήματα.

κατασκευασμένος στο εξωτερικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Perché comprare un prodotto estero quando ne puoi comprare uno nazionale che costa meno?

κατασκευασμένος από

participio passato (με τεχνητά μέσα)

Questo meraviglioso berretto è stato prodotto da nativi peruviani.

εργοστασιακός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χημικό

Η χλωρίνη είναι μια επιβλαβής χημική ουσία.

αποκύημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il mostro non è reale, ma un prodotto della fantasia.

παράνομο αλκοόλ

sostantivo maschile

Tanya vive in una città dove la vendita di bevande alcoliche è proibita, così ha iniziato a bere alcol prodotto clandestinamente.

υποπροϊόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελικό προϊόν

sostantivo maschile (αποτέλεσμα διεργασίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il prodotto finale del processo è un fertilizzante biologico al 100%.

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il prodotto interno lordo è un indicatore della situazione economica di una nazione.

κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ειδική παραγγελία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προϊόν στο τέλος του κύκλου ζωής του

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προϊόν με περιορισμένο αγοραστικό κοινό

sostantivo maschile (οικονομία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάπτυξη προϊόντος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προώθηση προϊόντος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Molti atleti di successo guadagnano facendo i testimonial di prodotti.

τοποθέτηση προϊόντος στην αγορά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εφοδιασμός προϊόντων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διάρκεια ζωής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σήμα υπηρεσίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχετικό προϊόν, σχετικό είδος

sostantivo maschile

κατάλοιπο, υπόλειμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελικό προϊόν

sostantivo maschile

βρίσκω το γινόμενο

verbo transitivo o transitivo pronominale (πολλαπλασιασμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν παράγομαι πια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi spiace, signora, quel modello di frigorifero è fuori produzione. Le mostro i nostri nuovi modelli.
Λυπάμαι κυρία, αυτός ο τύπος ψυγείου δεν παράγεται πια. Αφήστε με να σας δείξω τα καινούρια.

παραδοτέο

sostantivo maschile (συνήθως πληθυντικός)

L'elenco dei prodotti finali è nella fattura.

πετροχημικός

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξύλινο έπιπλο

δύσκολο προϊόν

sostantivo maschile

καθαριστικό δαπέδου, καθαριστικό πατώματος

sostantivo maschile (απορρυπαντικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aggiungi dell'acqua al detergente per pavimenti, prima dell'uso.

αποτριχωτικό

sostantivo maschile (crema, ecc.)

Χρησιμοποίησε ένα αποτριχωτικό για να αφαιρέσει τις τρίχες από τα πόδια της.

κατασκευής

participio passato (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Larry guida un'automobile costruita nel Regno Unito.
Ο Λάρυ οδηγεί αυτοκίνητο αγγλικής κατασκευής.

τα βασικά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questi sono gli elementi basilari del progetto, li dobbiamo capire bene.
Αυτά είναι τα τα βασικά στοιχεία αυτού του πρότζεκτ. Πρέπει να τα πετύχουμε.

ευθύνη λόγω ελαττωµατικών προϊόντων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πυρογενής

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαζικής παραγωγής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράνομο οινοπνευματώδες ποτό

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακατέργαστο τεμάχιο

επίστρωμα

sostantivo maschile (su tessuto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un'azienda ha inventato un prodotto coprente che impedisce ai tessuti di macchiarsi.

ελαττωματικό προϊόν

sostantivo maschile

απόβλητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prodotto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.