Τι σημαίνει το cuocere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cuocere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cuocere στο Ιταλικό.

Η λέξη cuocere στο Ιταλικό σημαίνει μαγειρεύομαι, μαγειρεύω, ψήνω, ψήνω, καίγομαι, σκάω, ψήνομαι, σκληραίνω, μαγειρεύω στο πήλινο, σιγοβράζω, ψήνω, μήλο για μαγείρεμα, μπεν μαρί, μπεν-μαρί, όπως έστρωσα θα κοιμηθώ, ψήνω, σιγοβράζω, παραβράζω, ψήνω στη σχάρα, ψήνω στα κάρβουνα, ψήνω πριν από το γέμισμα, σκεύος για μπεν μαρί, σκεύος για μπεν-μαρί, ψήνομαι πριν από το γέμισμα, βάζω κτ στο φούρνο μικροκυμάτων, μαγειρεύω κτ στον ατμό, σιγοβράζω, σιγοβράζω, ψήνω στην πλάκα, μαγειρεύω στο φούρνο, σιγοβράζω, σιγοψήνω, μαγειρεύω στο φούρνο μικροκυμάτων, ψήνω, παραψήνω, ψήνω, ψήνω κτ στα κάρβουνα, ψήνω στα κάρβουνα, έτοιμος για ψήσιμο, ποικιλία μήλων, βάζω στα μικροκύματα, ψήνω, μαγειρεύω σε σάλτσα μπάρμπεκιου, μαγειρεύω σε χύτρα ταχύτητας, μαγειρεύω σε χύτρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cuocere

μαγειρεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lasciate la pentola sul fuoco a fiamma bassa e lasciate cuocere.
Αφήστε την κατσαρόλα σε σιγανή φωτιά και αφήστε να μαγειρευτεί.

μαγειρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ετοιμάζω φαγητώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cucinate il pesce per quindici minuti.
Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο.

ψήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ceramiche vengono cotte in fornace.
Τα πήλινα αντικείμενα ψήνονται σε καμίνια.

ψήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (infornare la ceramica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ceramista cuoce la ceramica in un forno.

καίγομαι

verbo intransitivo (figurato, informale: avere caldo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il sole era alto nel cielo e i turisti cuocevano sulla spiaggia.

σκάω, ψήνομαι

verbo intransitivo (figurato: aver caldo) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Io qui sto cuocendo. Non puoi aprire una finestra?

σκληραίνω

(κάτι: λόγω θερμότητας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vialetto è tutto infangato ora, ma presto il sole lo seccherà.
Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα.

μαγειρεύω στο πήλινο

verbo transitivo o transitivo pronominale (in recipienti di ceramica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom ha stufato un po' della selvaggina cacciata la scorsa settimana e ne ha fatto una minestra.

σιγοβράζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La zuppa sobbolliva sul fornello.
Η σούπα σιγόβραζε στο μάτι.

ψήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrostire le bistecche di tonno così da indorarne la pelle.

μήλο για μαγείρεμα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Certe mele che sono ottime da mangiare al naturale non sono delle buone mele da cuocere.

μπεν μαρί, μπεν-μαρί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

όπως έστρωσα θα κοιμηθώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

ψήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuocete la torta al forno per mezz'ora, poi controllate se è pronta.
Ψήσε το κέικ για μισή ώρα κι έπειτα κοίτα να δεις εάν είναι έτοιμο.

σιγοβράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuocere a fuoco lento la zuppa per quindici minuti, fino a quando le verdure diventano morbide.
Σιγόβρασε τη σούπα για δεκαπέντε λεπτά μέχρι να μαλακώσουν τα λαχανικά.

παραβράζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se in un ristorante cuociono troppo la mia bistecca, la rimando indietro.

ψήνω στη σχάρα, ψήνω στα κάρβουνα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψήνω πριν από το γέμισμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (για ζύμη γλυκού)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκεύος για μπεν μαρί, σκεύος για μπεν-μαρί

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψήνομαι πριν από το γέμισμα

verbo intransitivo (για ζύμη γλυκού)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω κτ στο φούρνο μικροκυμάτων

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kate ha cotto i pop-corn nel microonde.
Η Κέιτ έβαλε στο φούρνο μικροκυμάτων λίγο ποπ κορν.

μαγειρεύω κτ στον ατμό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean aveva cotto delle verdure al vapore da accompagnare al pasto.
Ο Σον μαγείρεψε μερικά λαχανικά στον ατμό για να συνοδέψει το φαγητό.

σιγοβράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy ha cotto a fuoco lento il manzo finché non è diventato molto tenero.
Η Γουέντυ σιγόβρασε το μοσχάρι μέχρι που έγινε πολύ τρυφερό.

σιγοβράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai attenzione a non stracuocere le uova; cucinale a fuoco lento.

ψήνω στην πλάκα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tilly cucinò le frittelle alla piastra per il brunch.

μαγειρεύω στο φούρνο

verbo transitivo o transitivo pronominale (uova)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σιγοβράζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La carne stava cuocendo a fuoco lento in una padella sul fornello.
Το κρέας σιγομαγειρευόταν σε ένα τηγάνι πάνω στο μάτι.

σιγοψήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cucinalo a fuoco lento in forno in una casseruola per quattro ore.

μαγειρεύω στο φούρνο μικροκυμάτων

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fiona ha cotto il cibo al microonde.

ψήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στον Τζο άρεσε να προσκαλεί τους φίλους του και να ψήνουν μπριζόλες, να πίνουν και να χαλαρώνουν στην πίσω αυλή του.

παραψήνω

(φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Credo di avere cotto troppo le uova.

ψήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (a una grigliata) (στο μπάρμπεκιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu griglia gli hamburger mentre io preparo un'insalata.

ψήνω κτ στα κάρβουνα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nick ha lasciato le bistecche di tonno sul barbecue a carbonella fino a quando non si sono dorate esternamente.

ψήνω στα κάρβουνα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
D'estate Joel è sempre fuori a cuocere a carbone in cortile.

έτοιμος για ψήσιμο

locuzione aggettivale (φαγητό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ποικιλία μήλων

sostantivo femminile (tipo di mela)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάζω στα μικροκύματα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuocete al microonde la zuppa per qualche minuto e servite.
Βάλε τη σούπα στα μικροκύματα για δυο λεπτά και μετά σέρβιρέ την.

ψήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαγειρεύω σε σάλτσα μπάρμπεκιου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Invece di farlo arrosto, perché non cuociamo il pollo nella salsa stasera?

μαγειρεύω σε χύτρα ταχύτητας, μαγειρεύω σε χύτρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cuocere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.