Τι σημαίνει το blocco στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης blocco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blocco στο Ιταλικό.
Η λέξη blocco στο Ιταλικό σημαίνει κρατώ, παγώνω, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, πάγωμα, αναστολή, κάνω μπλοκ άουτ σε κπ, αναγκάζω, υποχρεώνω, παγιδεύομαι, μπλοκάρω, αρπάζω, φράσσω, φράζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, αποκλείω, κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρω, παρεμποδίζω, καθυστερώ, διώχνω, απομακρύνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, παίρνω, στερεώνω, κλείνω, ακινητοποιώ, ματαιώνω, αποτρέπω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, σταματάω, διακόπτω, αποσύρω, συγκρατώ, εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, καθυστερώ, επιβραδύνω, περιορίζω, συγκρατώ, δρω ενάντια σε, απαγορεύω, ακινητοποιώ, παρεμποδίζω, παρακωλύω, καθηλώνω, κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί, εμποδίζω, περιορίζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω, κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω, βουλώνω, φράζω, στερεώνω, ασφαλίζω, σφίγγω, στερεώνω, εμπόδιο, μπλοκάρισμα, τσιμεντόλιθος, συνασπισμός, αποκλεισμός, κομμάτι, πακέτο, σφήνωμα, γκρι εικονίδιο, σκριν, τροχοπέδη, σημειωματάριο, απόσπασμα, τούβλο, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, παραλύω, μπλοκάρισμα, αδιέξοδο, εμπόδιο, ακινητοποίηση, μπλοκ ζωγραφικής, μπλοκ σχεδίου, παρεμπόδιση, ύψωση εμποδίων, σβώλος, απόφραξη, τούφα, σημειωματάριο, οδόφραγμα, εμπόδιο, απαγόρευση εισόδου και εξόδου, απόφραξη, σανιδώνω, ρίχνω στο κρεβάτι, κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης blocco
κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho chiesto alla banca di bloccare l'assegno. |
παγώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha bloccato i tassi di interesse per evitare un crollo del mercato. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guardie al confine hanno bloccato il camion. |
αποκρούωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il portiere ha fermato il tiro. |
πάγωμα(figurato: sospendere) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αναστολή(di un pagamento) (οικονομία: εκτέλεση συναλλαγής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il congelamento di un assegno fa sì che il denaro non esca dal tuo conto. Τα χρήματα παραμένουν στον λογαριασμό σας σε περίπτωση που έχει διαταχθεί αναστολή πληρωμής της επιταγής. |
κάνω μπλοκ άουτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (pallacanestro) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναγκάζω, υποχρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (persona con la forza) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha bloccato l'uomo a terra. Οι αστυνομικοί έκαναν με τη βία να πέσει στο έδαφος. |
παγιδεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ ο ίδιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono rimasto bloccato per due ore a parlare con lui. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παγιδεύτηκε μόνη της μαζί του και της μιλούσε για δύο ώρες. |
μπλοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (αθλητικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore di basket ha bloccato il lancio. Ο μπασκετμπολίστας μπλόκαρε το σουτ. |
αρπάζω(figurato) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φράσσω, φράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I massi caduti bloccavano la strada. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha bloccato la via principale per far passare in sicurezza il corteo presidenziale. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I manifestanti bloccarono l'ingresso agli uffici del comune. |
κολλάω, φρακάρω, μπλοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il succo d'arancia ha rovinato il meccanismo del giocattolo. Ο χυμός πορτοκάλι φράκαρε (or: μπλόκαρε) τις ταχύτητες του παιχνιδιού. |
παρεμποδίζω, καθυστερώverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incidente sulla rampa ha bloccato l'accesso all'autostrada per ore. Το αυτοκινητιστικό ατύχημα κοντά στον αυτοκινητόδρομο παρεμπόδισε την κυκλοφορία για αρκετές ώρες. |
διώχνω, απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lauren cercava di bloccare le immagini nella sua mente. Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της. |
εμποδίζω, παρεμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro è stato accusato di aver tentato di bloccare i negoziati di pace. |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (για μπάλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha bloccato la palla, si è girato e l'ha tirata in rete. |
στερεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'equipaggio bloccò (or: stabilizzò) il baglio con supporti e robusti bulloni. Το πλήρωμα στερέωσε τον δοκό στη θέση του με άγκιστρα και με μπουλόνια μεγάλης αντοχής. |
κλείνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nuovi proprietari di casa hanno murato il vecchio camino. |
ακινητοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ufficiali di polizia trattennero l'aggressore bloccandogli le braccia dietro la schiena. Οι αστυνομικοί ακινητοποίησαν τον δράστη δένοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. |
ματαιώνω, αποτρέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo fu in grado di prevenire l'attentato terroristico usando informazioni di intelligence raccolte dalle spie. |
αναχαιτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore di football ha intercettato il passaggio in aria. |
εμποδίζω(progetto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cattivo tempo ostacolò seriamente i progressi del progetto. Ο κακός καιρός εμπόδισε σημαντικά την πρόοδο του έργου. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutto d'un tratto ci fu una raffica di vento e una nuvola scura offuscò il sole. |
σταματάω, διακόπτω, αποσύρω(βάζω τέλος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno interrotto al progetto dopo che il cliente ha smesso di pagare. Σταμάτησε το έργο όταν ο πελάτης σταμάτησε να πληρώνει. |
συγκρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molly voleva andare a scuola di teatro ma sentiva che i genitori la trattenevano perché si aspettavano che lei diventasse un medico. Η Μόλι ήθελε να πάει στη δραματική σχολή αλλά ένιωθε ότι οι γονείς της την περιόριζαν γιατί περίμεναν ότι θα γινόταν γιατρός. |
εμποδίζω, παρακωλύω, παρεμποδίζω(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Daniel era in ritardo al lavoro perché la tempesta lo aveva ostacolato. Ο Ντάνιελ άργησε στη δουλειά γιατί τον εμπόδισε η καταιγίδα. |
ανακόπτω, αναχαιτίζω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nemico intercettò un messaggio prima che potesse arrivare a destinazione. |
εμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθυστερώ, επιβραδύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incompetenza del manager ha ostacolato l'avanzamento del progetto. Η ανικανότητα του μάνατζερ εμπόδιζε την πρόοδο του πρότζεκτ. |
περιορίζω, συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (rivolto a persone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste uniformi scolastiche convenzionali inibiscono gli studenti. |
δρω ενάντια σε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il farmaco contrasta i sintomi ma non cura la patologia. |
απαγορεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo ha bocciato la mia proposta di una pausa pranzo più lunga. |
ακινητοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando Jenny guardò il film horror restò immobilizzata dalla paura. |
παρεμποδίζω, παρακωλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perdere il lavoro mi ha proprio bloccato. Πραγματικά με πήγε πίσω το ότι έχασα την δουλειά μου. |
καθηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il poliziotto ha scaraventato il ladro a terra e lo ha immobilizzato fino all'arrivo dei rinforzi. Ο αστυνομικός ακινητοποίησε τον ληστή και τον καθήλωσε μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις. |
κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστείverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμποδίζω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Crediamo che la politica economica del governo abbia soffocato il risanamento. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aveva bloccato l'uscita per non farci andar via. Μπλόκαρε την έξοδο και έτσι δε μπορούσαμε να φύγουμε. |
εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi sento ingabbiato da tutte queste regole. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχασα την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο, γιατί εγκλωβίστηκα σε λάθος λωρίδα. |
κουμπώνω, δένω, ασφαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore puoi bloccare il sedile della macchina in modo che non se ne vada a spasso? |
βουλώνω, φράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Versare del grasso fuso giù per il lavandino intasa le tubature. Il traffico dell'ora di punta ha bloccato l'autostrada. Οι σωλήνες της αποχέτευσης θα φράξουν (or: βουλώσουν), εάν αδειάσεις εκεί λιωμένο λίπος. |
στερεώνω, ασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissa bene gli sci al portapacchi. Παρακαλούμε στερεώστε (or: ασφαλίστε) σφιχτά τα χιονοπέδιλα στη σχάρα της οροφής. |
σφίγγω, στερεώνω(con una morsa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fissa la sabbiatrice all'angolo del piano di lavoro. Στερέωσε το τριβείο στην άκρη του πάγκου εργασίας. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un'ostruzione nel tubo. |
μπλοκάρισμαsostantivo maschile (sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il difensore ha tentato un placcaggio. |
τσιμεντόλιθοςsostantivo maschile (από τσιμέντο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hanno usato dei blocchi di cemento per le fondamenta della casa. Χρησιμοποίησαν τσιμεντόλιθους στα θεμέλια του σπιτιού. |
συνασπισμόςsostantivo maschile (politica) (χωρών) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αποκλεισμόςsostantivo maschile (isolamento) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I lavoratori coordinarono un blocco del porto per evitare che le merci fossero esportate. |
κομμάτι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha usato il blocco di legno per tenere aperta la porta. Χρησιμοποίησε ένα κομμάτι ξύλου για να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα. |
πακέτο(tutto insieme, complessivamente) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Certe persone preferiscono comprarli in blocco piuttosto che separatamente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ορισμένοι προτιμούν να τα αγοράζουν σε συσκευασία των πέντε, αντί για ένα-ένα ξεχωριστά. |
σφήνωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γκρι εικονίδιο(informatica) La funzione di blocco ti mostra quali funzioni non sono disponibili. |
σκρινsostantivo femminile (basket) (στο μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La guardia ha fatto un blocco per fermare l'attaccante. Ο γκαρντ έκανε σκριν για να σταματήσει τον επιθετικό. |
τροχοπέδηsostantivo maschile (ostacolo) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una severa critica da parte di un insegnante può causare un blocco nell'apprendimento. |
σημειωματάριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La scrittrice tirò fuori il blocco e iniziò a buttare giù delle idee. |
απόσπασμαsostantivo maschile (parte di un testo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Puoi evidenziare un blocco di testo e spostarlo in un altro punto della pagina. |
τούβλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un blocco di fango cadde dal fondo del secchiello. |
βρίσκομαι σε αδιέξοδο(figurato: ostacolo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραλύω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπλοκάρισμα, αδιέξοδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακινητοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il blocco sull'autostrada mi fece arrivare in ritardo al lavoro. |
μπλοκ ζωγραφικήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Greg fa un disegno nel suo album ogni giorno. |
μπλοκ σχεδίουsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La segretaria porta con se un album e disegna durante la sua pausa pranzo. |
παρεμπόδισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ύψωση εμποδίωνsostantivo maschile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il blocco dell'aumento del budget non ci permetterà di costruire un nuovo ponte. |
σβώλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il sugo era pieno di grumi. Η σάλτσα ήταν γεμάτη σβώλους. |
απόφραξηsostantivo maschile (ostruzione) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'intasamento dei tubi potrebbe causare un allagamento. |
τούφα(μαλλιά, τρίχες) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Allison rimosse un grumo di capelli dallo scarico. Η Άλισον έβγαλε μια τούφα μαλλιά από το σιφόνι. |
σημειωματάριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Ρέιτσελ αγόρασε μερικά τετράδια για τα μαθήματά της. |
οδόφραγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia ruppe le barricate e arrestò i manifestanti. |
εμπόδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απαγόρευση εισόδου και εξόδουsostantivo maschile (μέτρα ασφαλείας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La scuola svolge un periodo di isolamento una volta all'anno. |
απόφραξηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σανιδώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω στο κρεβάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (malattia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una brutta influenza può bloccarti a letto per giorni interi. |
κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (di strada, passaggio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia bloccò la strada per via di un brutto incidente. Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blocco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του blocco
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.