Τι σημαίνει το in ordine στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης in ordine στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του in ordine στο Ιταλικό.

Η λέξη in ordine στο Ιταλικό σημαίνει σε σειρά, σε τάξη, σε σειρά, σε τάξη, τακτοποιημένος, σε σειρά, υπό έλεγχο, καθαρός, συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, τακτοποιημένος, συγυρισμένος, συμμαζεμένος, καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος, ταξινομημένος, περιποιημένος, με τη σειρά, καλά, λίστα κατάταξης, φτιάχνομαι, αταξινόμητος, αλφαβητικά, αλφαβητικά, σύμφωνα με το πρόγραμμα, σε αντίστροφη χρονολογική σειρά, σε χρονολογική σειρά, με προτεραιότητα, σε αύξουσα σειρά, τυχαιοποίηση, ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά, άτομο που κάνει αλφαβητική ταξινόμηση, βάζω κτ σε τάξη, κρατάω σε τάξη, βάζω τα πράγματα σε τάξη, ταξινομώ αλφαβητικά, νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω, αλφαβητικός, κατ' αύξουσα σειρά, συντονίζω, βάζω στην θέση του, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω, ταξινομώ, κατατάσσω, ταξινομώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης in ordine

σε σειρά, σε τάξη

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi mettere in ordine questi documenti, per favore?
Σε παρακαλώ, βάλε τις κάρτες σε σειρά (or: σε τάξη). Θα μπορούσες να βάλεις αυτά τα αρχεία σε τάξη, σε παρακαλώ;

σε σειρά, σε τάξη

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il capufficio voleva esser certo che tutto fosse in ordine.
Ο προϊστάμενος του γραφείου ήθελε να σιγουρευτεί πως όλα βρίσκονταν σε τάξη.

τακτοποιημένος

locuzione aggettivale (oggetti)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σε σειρά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dammi un minuto per mettere in ordine queste carte.
Δώσε μου ένα λεπτό να αυτά τα χαρτιά σε τάξη.

υπό έλεγχο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
È difficile tenere in riga una classe di bambini di 5 anni.
Είναι δύσκολο να κρατάς υπό έλεγχο μια τάξη από πεντάχρονα. Τα μέλη της ομάδας δεν πειθαρχούσαν, αλλά ο νέος προπονητής σύντομα τους είχε υπό έλεγχο.

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth ha sempre tenuto la sua casa ordinata.
Ο Σεθ έχει πάντα τακτοποιημένο το δωμάτιό του.

συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo aver passato la giornata a fare i lavori di casa, Mark guardò la casa ordinata con una sensazione di soddisfazione.
Αφού πέρασε όλη την ημέρα κάνοντας δουλειές ο Μαρκ κοίταξε το συγυρισμένο σπίτι με ένα αίσθημα ικανοποίησης.

τακτοποιημένος, συγυρισμένος, συμμαζεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος

ταξινομημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I libri di Jeremy erano ordinati con attenzione.
Τα βιβλία του Τζέρεμι ήταν προσεκτικά ταξινομημένα.

περιποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kate era sempre curata e ben vestita.
Η Κέιτ είναι πάντα περιποιημένη και καλοντυμένη.

με τη σειρά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutti i miei vecchi diari e taccuini sono in ordine sui miei scaffali.

καλά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non preoccuparti, mio padre rimetterà tutto a posto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν προσπαθήσεις περισσότερο, είμαι σίγουρη ότι θα το κάνεις σωστά την επόμενη φορά.

λίστα κατάταξης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φτιάχνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Glenn si stava sistemando davanti allo specchio.

αταξινόμητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλφαβητικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I libri sono organizzati in ordine alfabetico in base al cognome dell'autore.

αλφαβητικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mia collezione di CD è organizzata in ordine alfabetico.

σύμφωνα με το πρόγραμμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αντίστροφη χρονολογική σειρά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε χρονολογική σειρά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με προτεραιότητα

interiezione (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αύξουσα σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυχαιοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταξινόμηση κατά αλφαβητική σειρά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άτομο που κάνει αλφαβητική ταξινόμηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω κτ σε τάξη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le pagine del manoscritto erano sparpagliate, quindi ho dovuto metterle in ordine.

κρατάω σε τάξη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per evitare incidenti è importante tenere il proprio posto di lavoro in ordine.

βάζω τα πράγματα σε τάξη

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

ταξινομώ αλφαβητικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νοικοκυρεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τακτοποιώ, συγυρίζω, συμαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλφαβητικός

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατ' αύξουσα σειρά

locuzione avverbiale (ακολουθεί γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συντονίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω στην θέση του

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I campeggiatori misero in ordine le proprie tende e andarono a casa.

καθαρίζω, συγυρίζω, συμμαζεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'è sempre confusione a casa mia; odio mettere in ordine!

ταξινομώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha ordinato i file per data.

κατατάσσω, ταξινομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha messo in ordine di grandezza gli studenti dal più piccolo al più grande.
Ο δάσκαλος κατέταξε τους μαθητές κατά ύψος.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του in ordine στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του in ordine

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.