Τι σημαίνει το ordinato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ordinato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ordinato στο Ιταλικό.

Η λέξη ordinato στο Ιταλικό σημαίνει χειροτονώ, ορίζω, ορίζω, οργανώνω, τακτοποιώ, εντολή, παραγγέλνω, παραγγέλνω, χειροτονώ, διατάσσω, διατάζω, κατατάσσω, ταξινομώ, ταξινομώ, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, συντονίζω, διατάζω, παραγγέλνω, βάζω σε τάξη, ταξινομώ, συνιστώ, αρχειοθετώ, διατάζω, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω, ταξινομώ, γράφω για να ζητήσω κτ, λέω, τοποθετώ, βάζω, ξεκαθαρίζω, δίνω εντολή, καθαρός, τακτικός, συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, περιποιημένος, καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος, χειροτονημένος, που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει, τακτικός, τακτικός, ταξινομημένος, τακτικός, πειθαρχημένος, καθορισμένος, προκαθορισμένος, εντάξει, τακτικός, καθαρός, τακτοποιημένος, κομψός, κομψός, υπό παραγγελία, που τον περιποιούνται, περιποιημένος, που καθορίζεται, που ορίζεται, που προβλέπεται, ειρηνικός, διατεταγμένος, εντέλλομαι, Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;, παραγγέλνω απ'έξω, διατάζω, παραγγέλνω, παραγγέλνω, παραγγέλνω, ομαδοποιώ, αναθέτω εκ νέου, που έχει εξαντληθεί, δίνω εντολή σε κπ να κάνει κτ, διατάζω, διατάζω κπ να κάνει κτ, προστάζω, διατάζω, προστάζω, παραγγέλνω εκ των προτέρων, ζητώ εκ των προτέρων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ordinato

χειροτονώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ordini religiosi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chiesa ha ordinato un nuovo sacerdote.

ορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fu ordinato che tutti i cittadini si recassero nella loro città di nascita per il censimento.

ορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il re decretò una nuova legge per l'aumento delle tasse.

οργανώνω, τακτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucas sta sistemando i suoi libri.
Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του.

εντολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il generale ordinò alle sue truppe di ritirarsi.

παραγγέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo ordinare un'altra bottiglia di vino.
Καλύτερα να παραγγείλουμε άλλο ένα μπουκάλι κρασί.

παραγγέλνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hai già ordinato?
Έχετε παραγγείλει ήδη;

χειροτονώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (religione: membri del clero)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διατάσσω, διατάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice gli ha ordinato di stare lontano dalla vittima.

κατατάσσω, ταξινομώ

(mettere in ordine, sequenza)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti ordinare le provette dalla più piccola alla più grande.

ταξινομώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai finito di ordinare quelle schede in ordine alfabetico?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πώς κατέταξες τελικά τα λεξικά σου, ανά γλώσσα ή ανά θέμα;

τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha messo i libri in ordine alfabetico.
Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά.

συντονίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διατάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La regina ordinò ai suoi sudditi di inchinarsi.
Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν.

παραγγέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il re commissionò la realizzazione di un'opera per il matrimonio reale.
Ο βασιλιάς παράγγειλε να γραφτεί μια όπερα για τον βασιλικό γάμο.

βάζω σε τάξη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mettete in ordine i fatti per supportare la vostra tesi.
Βάλε σε τάξη τα γεγονότα για να υπερασπιστείς το επιχείρημά σου.

ταξινομώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha ordinato i file per data.

συνιστώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il medico ha ordinato una settimana di riposo a letto.

αρχειοθετώ

(επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Archivio tutte le mie bollette del telefono.
Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί.

διατάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il presidente comandò un attacco al nemico.
Ο πρόεδρος διέταξε μια επίθεση κατά του εχθρού.

συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo mettere in ordine prima che arrivino gli ospiti.
Θέλω να συμμαζέψω πριν φτάσουν οι καλεσμένοι.

συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ci sono volute tre ore per mettere in ordine quella stanza.
Μου πήρε τρεις ώρες να συγυρίσω αυτό το δωμάτιο.

συγυρίζω, τακτοποιώ, συμμαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Metti subito in ordine camera tua!
Μάζεψε το δωμάτιό σου αυτή τη στιγμή!

ταξινομώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, metti in sequenza questi giornali in ordine di data.

γράφω για να ζητήσω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joe ordinò la crema per la pelle che aveva visto pubblicizzata nella rivista.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Νομίζω ότι θα ζητήσω γραπτώς εκείνο το καινούριο βιβλίο που είδα στο Άμαζον.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il popolo farà come il re comanda.
Ο κόσμος κάνει ό,τι πει ο βασιλιάς.

τοποθετώ, βάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (collocare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sistema i libri in ordine cronologico.

ξεκαθαρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha messo in ordine le sue cose.
Ξεκαθάρισε τις υποθέσεις της.

δίνω εντολή

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ να κάνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La gente ha chiesto al governo di fare delle riforme.

καθαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth ha sempre tenuto la sua casa ordinata.
Ο Σεθ έχει πάντα τακτοποιημένο το δωμάτιό του.

τακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La disposizione ordinata dei libri sugli scaffali rende semplice trovare quello che si cerca.

συγυρισμένος, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo aver passato la giornata a fare i lavori di casa, Mark guardò la casa ordinata con una sensazione di soddisfazione.
Αφού πέρασε όλη την ημέρα κάνοντας δουλειές ο Μαρκ κοίταξε το συγυρισμένο σπίτι με ένα αίσθημα ικανοποίησης.

περιποιημένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά οργανωμένος, καλά ταξινομημένος

χειροτονημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχω ζητήσει, που έχω παραγγείλει

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il negozio ha chiamato Angela per informarla che il CD da lei ordinato è arrivato.
Το κατάστημα τηλεφώνησε για να πει στην Άντζελα πως το CD που είχε παραγγείλει είχε φτάσει.

τακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Avere un marito ordinato ha i suoi vantaggi, ma a volte può farti impazzire.
Το να έχεις έναν τακτικό σύζυγο έχει τα πλεονεκτήματά του, αλλά μπορεί και να σε τρελάνει καμιά φορά.

τακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tania è molto ordinata: casa sua è sempre impeccabile.

ταξινομημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I libri di Jeremy erano ordinati con attenzione.
Τα βιβλία του Τζέρεμι ήταν προσεκτικά ταξινομημένα.

τακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πειθαρχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il corso usa un approccio metodico all'apprendimento delle lingue.

καθορισμένος, προκαθορισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Presentarsi ai pasti puntualmente agli orari stabiliti.
Παρακαλώ να προσέρχεσθε εγκαίρως για τα γεύματα στις προκαθορισμένες ώρες.

εντάξει

aggettivo (su una nave)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La grafia ordinata di Kelsey era facile da leggere.
Τα καθαρά γράμματα της Κέλσεϋ ήταν ευανάγνωστα.

τακτοποιημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I prati di questo quartiere sono tutti ben curati.

κομψός

aggettivo (abbigliamento)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo nuovo look ordinato comprendeva capelli corti e abito italiano.

κομψός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi Charles ha un aspetto curato.

υπό παραγγελία

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που τον περιποιούνται

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il tuo giardino sembra ben curato.

περιποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kate era sempre curata e ben vestita.
Η Κέιτ είναι πάντα περιποιημένη και καλοντυμένη.

που καθορίζεται, που ορίζεται, που προβλέπεται

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È stabilito della legge che i traditori saranno giustiziati.

ειρηνικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sabato c'è stata una marcia ordinate per protestare contro la guerra.

διατεταγμένος

aggettivo (λόγιο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εντέλλομαι

(anche seguito da subordinata)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il decreto impose a tutti gli uomini con più di 16 anni di arruolarsi.

Είστε έτοιμος να παραγγείλετε;

(al ristorante, singolare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραγγέλνω απ'έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale (φαγητό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono troppo stanca per cucinare, telefoniamo e ordiniamo qualcosa.

διατάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti ordino di rimettere quei soldi a posto e scusarti.
Σε προστάζω να δώσεις πίσω τα χρήματα και να ζητήσεις συγγνώμη.

παραγγέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (φαγητό, ντελίβερι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραγγέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραγγέλνω

(μέσω ταχυδρομείου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho ordinato delle magliette personalizzate per posta.

ομαδοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το πρόγραμμα θα ομαδοποιήσει τα δεδομένα σε συμπιεσμένα αρχεία.

αναθέτω εκ νέου

verbo transitivo o transitivo pronominale (πχ την προμήθεια, κατασκευή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει εξαντληθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω εντολή σε κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'insegnante di ginnastica ha ordinato agli scolari di sedersi.

διατάζω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il generale ordinò alle truppe di attaccare.
Ο στρατηγός διέταξε τα στρατεύματα να επιτεθούν.

διατάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'uomo ha ordinato ai figli di pulire la casa.

προστάζω

(κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando tua madre ti ordina di pulire la stanza, fallo.

διατάζω, προστάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha ordinato agli studenti di studiare in silenzio mentre lei si assentava un secondo dall'aula.

παραγγέλνω εκ των προτέρων, ζητώ εκ των προτέρων

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ordinato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.