Τι σημαίνει το in piedi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης in piedi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του in piedi στο Ιταλικό.

Η λέξη in piedi στο Ιταλικό σημαίνει γεμάτος κίνηση, όρθιος, όρθιος, ξύπνιος, -, ζωντανός, όρθιος, κατακόρυφα, όρθια, κατακόρυφα, πετάγομαι, ανοικοδομημένος, θέσεις μόνο για όρθιους, θέαμα, στο οποίο έχουν κλειστεί όλες οι θέσεις και υπάρχει χώρος μόνο για όρθιους, όρθιος, όρθιος, χώρος για όρθιους, γίνομαι γρήγορα καλά, προσποιούμαι, σηκώνομαι, ξενυχτάω, -, σηκώνομαι, δεν με κρατάνε τα πόδια μου, θέσεις μόνο για όρθιους, στέκομαι, σηκώνω, σηκώνομαι, αναπτύσσω, ορθοστασία, εκκίνηση από όρθια θέση, στέκομαι, στήνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης in piedi

γεμάτος κίνηση

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όρθιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όρθιος

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le cameriere stanno in piedi per tutto il loro orario di lavoro.

ξύπνιος

locuzione aggettivale (figurato: sveglio)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-

locuzione avverbiale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il palazzo è in piedi da tre mesi.
Το κτίριο έχει ανεγερθεί εδώ και τρεις μήνες.

ζωντανός

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La direzione ha cercato di piegarci, ma noi siamo sempre in piedi.

όρθιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι όρθιοι θεατές άρχισαν να δείχνουν ανησυχία.

κατακόρυφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο νεαρός άντρας καθόταν στητά στην καρέκλα.

όρθια, κατακόρυφα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πετάγομαι

(figurato: reagire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È saltato dalla sedia quando si è reso conto che non poteva vedere il bambino.
Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό.

ανοικοδομημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

θέσεις μόνο για όρθιους

(σε εκδήλωση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέαμα, στο οποίο έχουν κλειστεί όλες οι θέσεις και υπάρχει χώρος μόνο για όρθιους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όρθιος

sostantivo femminile (όχι καθιστός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

όρθιος

sostantivo femminile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

χώρος για όρθιους

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il locale era così pieno che non c'era nemmeno posto in piedi.

γίνομαι γρήγορα καλά

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: dopo una sconfitta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσποιούμαι

(esagerare nei gesti)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il calciatore cadde a terra abbracciandosi il ginocchio, ma l'arbitro capì che stava facendo scena: non si era veramente infortunato.

σηκώνομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per favore, alzatevi in piedi per l'inno nazionale.
Παρακαλώ σηκωθείτε για τον εθνικό ύμνο.

ξενυχτάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non permette mai a suo figlio di stare sveglio fino a tardi se ha scuola il giorno dopo.
Δεν επιτρέπει ποτέ στο γιο του να ξενυχτήσει αν έχει σχολείο την επόμενη μέρα. Ξενύχτησα για να δω τον αγώνα του Παγκόσμιου Κυπέλλου.

-

verbo intransitivo (non a letto) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È già in piedi la mamma? No, sta ancora dormendo.
Έχει σηκωθεί η μαμά; Όχι, κοιμάται ακόμα.

σηκώνομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando ero a scuola dovevamo alzarci in piedi ogni volta che un insegnante entrava in classe. Per favore alzatevi e salutate il presidente.
Όταν πήγαινα σχολείο, έπρεπε να σηκωνόμαστε όρθιοι κάθε φορά που έμπαινε στην τάξη ένας δάσκαλος. Παρακαλώ σηκωθείτε όρθιοι για να χαιρετίσετε τον Πρόεδρο.

δεν με κρατάνε τα πόδια μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (colloq.: stanco)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non avrei dovuto fare quella lunga passeggiata dopo la palestra: adesso non mi reggo in piedi!

θέσεις μόνο για όρθιους

(σε μέσα μαζικής μεταφοράς)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέκομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La guardia sta in piedi tutto il giorno.
Ο φρουρός στέκεται όρθιος όλη την ημέρα.

σηκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho rovesciato il vaso e ho dovuto metterlo nuovamente in piedi.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

σηκώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per favore tutti si alzino in piedi per l'inno nazionale.
Παρακαλούνται όλοι να εγερθούν για τον εθνικό ύμνο.

αναπτύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha sviluppato un nuovo metodo per insegnare le lingue straniere.
Ανέπτυξε μία νέα μέθοδο διδασκαλίας ξένων γλωσσών.

ορθοστασία

verbo intransitivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dato che non c'erano posti liberi nell'autobus la prospettiva era quella di rimanere in piedi a lungo.

εκκίνηση από όρθια θέση

sostantivo femminile (atletica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέκομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il cane stava in piedi sulle zampe posteriori.

στήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno messo in piedi le tessere del domino.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του in piedi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.