Τι σημαίνει το discutere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης discutere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του discutere στο Ιταλικό.
Η λέξη discutere στο Ιταλικό σημαίνει πραγματεύομαι, διαπραγματεύομαι, συζητώ, υπερασπίζομαι, διαφωνώ, διαφωνώ, λογομαχώ, συζητώ με κπ για κτ, συζητάω, συζητώ, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, διεξάγω συνομιλίες, ξεκαθαρίζω, συζητάω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητώ, τσακώνομαι, συζητώ, θέτω επί τάπητος, τσακώνομαι, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, τσακώνομαι, έρχομαι σε συμπλοκή, αφορώ, λόγια, συζητάω, συζητώ, εξετάζω, σκέφτομαι, αμφισβητώ, συζητάω, συζητώ, αντιμετώπιση, αναλύω, συζητώ, συζητώ, συζητώ κτ με κπ, brainstorming, συζητάω, συζητώ, συζητητής, συζητήτρια, συζητάω περαιτέρω, λέω δύο λογάκια, τα λέω ένα χεράκι, τσακώνομαι, διεξάγω εργασίες, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, μακρηγορώ, δημηγορώ, κουβεντιάζω, σε διαμάχη, κουβέντα για τη δουλειά, μαλώνω, τσακώνομαι, τσακώνομαι, συζητώ, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, συζητώ με κπ, λογικεύω, αντιμετωπίζω κπ σε δημόσιο διάλογο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης discutere
πραγματεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo articolo tratta la pena di morte. Το άρθρο πραγματεύεται τη θανατική ποινή. |
διαπραγματεύομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non cede agli sfoghi emozionali, ma preferisce discutere razionalmente. Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά. |
υπερασπίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (caso in tribunale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'imputato ha assunto un avvocato per discutere il caso dinanzi al tribunale. Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο. |
διαφωνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La commissione sta sempre a discutere senza mai decidere nulla. |
διαφωνώ, λογομαχώverbo intransitivo (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Discutevo spesso e animatamente con la mia ultima ragazza finché alla fine non ci siamo lasciati. |
συζητώ με κπ για κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συζητάω, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dobbiamo discutere di dove andare in vacanza quest'anno. |
λογομαχώ, διαπληκτίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Anche i novelli sposi litigano ogni tanto. Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά. |
διεξάγω συνομιλίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκαθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io ed Ella abbiamo finalmente discusso i dettagli del nostro business plan. |
συζητάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (με άλλους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due professori hanno battibeccato sulla materia per anni. Οι δυο καθηγητές τσακώνονταν επί χρόνια για αυτό το ζήτημα. |
συζητώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due gentiluomini discutevano mentre passeggiavano nel parco. |
θέτω επί τάπητος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa questione deve essere affrontata immediatamente. Το θέμα πρέπει να τεθεί επί τάπητος άμεσα. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ragazzine si sono azzuffate finché non le ha divise un'insegnante. |
αγωνίζομαι, συναγωνίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alla riunione si è battagliato per ore sul nuovo assetto societario. |
μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I miei tre figli mi stanno facendo impazzire: litigano in continuazione. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nigel discusse finché non fu soddisfatto di aver ottenuto il miglior affare possibile. |
έρχομαι σε συμπλοκή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo libro tratta di storia. Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία. |
λόγια(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Hanno discusso e lui se n'è andato molto irritato. Αντάλλαξαν λόγια και έφυγε πολύ αναστατωμένος. |
συζητάω, συζητώ(κάτι, για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I membri del comitato hanno discusso i vantaggi di un rialzo delle tasse. Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων. |
εξετάζω, σκέφτομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo sta dibattendo se tenere o meno un referendum su questo argomento. Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος γι' αυτό το ζήτημα. |
αμφισβητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scienziato ha contestato i risultati dei colleghi. Ο επιστήμονας έθεσε υπό αμφισβήτηση τα πορίσματα των συναδέλφων του. |
συζητάω, συζητώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le squadre stavano ancora discutendo quando ce ne siamo andati. Όταν φύγαμε, οι ομάδες ακόμα συζητούσαν. |
αντιμετώπισηverbo intransitivo (letteratura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace il modo in cui questo libro tratta dei bambini. |
αναλύω, συζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'articolo non affrontava nemmeno la questione principale. |
συζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno discusso di politica per un'ora. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τον κάλεσε στο γραφείο του να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις. |
συζητώ κτ με κπverbo intransitivo Peter acconsentì a discutere col padre della questione. Ο Πήτερ συμφώνησε να συζητήσει (or: κουβεντιάσει) το θέμα με τον πατέρα του. |
brainstorming(μέθοδος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il brainstorming della mattina era stato produttivo e il gruppo sviluppò molte nuove idee. Η πρωινή μας συνάντηση για ανταλλαγή ιδεών ήταν εποικοδομητική και η ομάδα πρότεινε πλήθος νέων ιδεών. |
συζητάω, συζητώ(figurato: discutere a fondo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob e Jane erano decisi a sviscerare i loro problemi matrimoniali. |
συζητητής, συζητήτριαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
συζητάω περαιτέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori possono organizzare una riunione con la scuola per discutere ulteriormente la questione. |
λέω δύο λογάκια, τα λέω ένα χεράκιverbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho detto al mio capo che se continuava a tagliare i fondi per il mio progetto avremmo dovuto discuterne. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ieri ho litigato con mio fratello riguardo a chi toccasse prendere la macchina. |
διεξάγω εργασίεςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Preferisco parlare di affari in un bel ristorante piuttosto che in sala di consiglio. |
μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μακρηγορώ, δημηγορώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il principe Carlo potrebbe discorrere per ore sul tema dell'architettura. |
κουβεντιάζωverbo intransitivo (κάποιο θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σε διαμάχη(με κπ για κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουβέντα για τη δουλειάverbo intransitivo (fuori dall'orario lavorativo) (εκτός εργασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλώνω, τσακώνομαι(για κτ, με κπ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia amica discute sempre per questioni di soldi col marito. Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
τσακώνομαιverbo intransitivo (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I due uomini discutevano del prezzo dell'auto. |
συζητώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È una lunga storia: non iniziamo a parlarne adesso. Είναι μεγάλη ιστορία. Ας μην το συζητήσουμε τώρα. |
συζητώ, κουβεντιάζω, λέωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Parliamo dei tuoi progetti per l'università. Ας κουβεντιάσουμε για τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο. |
συζητώ με κπverbo intransitivo Il presidente inviò l'ambasciatore a dialogare con i funzionari locali riguardo al territorio conteso. |
λογικεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lui vuole lasciarla, ma lei vuole cercare di ragionare con lui. Αυτός θέλει να παραιτηθεί, αλλά εκείνη θα προσπαθήσει να τον λογικεύσει. |
αντιμετωπίζω κπ σε δημόσιο διάλογοverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie ha dovuto dibattere con il miglior oratore della zona. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του discutere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του discutere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.