Τι σημαίνει το lasciar perdere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lasciar perdere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lasciar perdere στο Ιταλικό.
Η λέξη lasciar perdere στο Ιταλικό σημαίνει άστο να πάει στα κομμάτια, παραλείπω, εγκαταλείπω, παρατώ, αγνοώ, αψηφώ, δεν δίνω σημασία, παρατάω, αφήνω, παρατάω, παρατώ, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, εγκαταλείπω, μένω ως έχω, παραμένω ως έχω, απορρίπτω, παραλείπω, αφήνω κπ στην ησυχία του, σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ, τα παρατάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lasciar perdere
άστο να πάει στα κομμάτια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραλείπω(evitare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio consiglio è di saltare il secondo e di lasciare spazio al pesce. ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα. |
εγκαταλείπω, παρατώ(colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν. |
αγνοώ, αψηφώ, δεν δίνω σημασίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per adesso lasciamo da parte questo problema e concentriamoci su cose più importanti. Ασ αγνοήσουμε προς το παρόν αυτό το πρόβλημα και ας ασχοληθούμε με πιο σημαντικά ζητήματα. |
παρατάω, αφήνω(un argomento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continuava a menzionare i miei problemi matrimoniali così gli chiesi di lasciar stare. Επέμενε να αναφέρει τα προβλήματα του γάμου μου και του ζήτησα να το κόψει. |
παρατάω, παρατώ(informale) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il progetto si è rivelato troppo costoso e Karen l'ha mollato. Το πρότζεκτ αποδείχτηκε υπερβολικά ακριβό, έτσι η Κάρεν το παράτησε (or: άφησε). |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo deciso di lasciar perdere la faccenda. Αποφασίσαμε να μην ασχοληθούμε άλλο με το θέμα. |
εγκαταλείπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbandonò il progetto. Εκείνη παράτησε το πρότζεκτ. |
μένω ως έχω, παραμένω ως έχωverbo transitivo o transitivo pronominale (tralasciare) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Lascia stare questa questione. Non vogliamo causare problemi. Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα. |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno rinunciato a lui come cliente dopo che ha cominciato a lamentarsi troppo. |
παραλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lasciamo perdere le formalità e passiamo subito agli affari. Θα αφήσουμε κατά μέρος τις τυπικότητες και θα ξεκινήσουμε κατευθείαν τη δουλειά. |
αφήνω κπ στην ησυχία τουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα παρατάω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lasciar perdere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lasciar perdere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.