Τι σημαίνει το difficoltà στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης difficoltà στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του difficoltà στο Ιταλικό.

Η λέξη difficoltà στο Ιταλικό σημαίνει δυσκολία, πρόβλημα, δυσκολίες, δυσκολία, δυσκολία, δυσκολίες, δοκιμασίες, δυσκολία, το πρόβλημα, δυσχέρειες, δοκιμασίες, πολυπλοκότητα, δυσκολία, δύσκολη κατάσταση, αδιέξοδο, επιπλοκή, περιπλοκή, προβλήματα, δυσκολία, δοκιμασία, δεινά, δυσκολία, -, εύκολα, άνετα, τσακίζω, λαχανιάζω, επίδοξος, ζορισμένος, πιεσμένος, σε οικονομικές δυσκολίες, αναστατωμένος,θλιμένος, που έχει μαθησιακές δυσκολίες, σε δύσκολη θέση, σε δύσκολη κατάσταση, σε δύσκολη θέση, με δυσκολία, που δεν πάει καλά, πολλά προβλήματα, δυσκολία στην αναπνοή, πρόβλημα επιδόσεων, που δυσκολεύεται, δυσκολίες της αρχής, οικονομικές δυσχέρειες, δυσκολία στη δέσμευση, τεχνικές δυσκολίες, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, μαθαίνω να τα βγάζω πέρα, δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ, δυσκολεύομαι, δυσκολεύομαι, σε δύσκολη θέση, ρουθούνισμα, δυσκολεύομαι να κάνω κτ, δυσκολεύομαι, δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι, βγάζω, εξασθενώ, αποδυναμώνω, δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης, δυσκολεύομαι, έχω πρόβλημα, δυσκολεύομαι, που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα, δυσκολία, δυσκολία εύρεσης θεραπείας, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης difficoltà

δυσκολία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La difficoltà dei corsi era troppo elevata per alcuni studenti.
Για κάποιους μαθητές, η δυσκολία των μαθημάτων ήταν υπερβολική.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω με ποιο τρόπο να έρθω σ' επαφή με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.

δυσκολίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Οι άνθρωποι υπέφεραν από πολλές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της ξηρασίας.

δυσκολία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il vecchio ha sopportato molte avversità nella sua vita.
Ο ηλικιωμένος έχει περάσει πολλές κακουχίες κατά τη διάρκεια της ζωής του.

δυσκολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stava avendo delle difficoltà a fare entrare la chiave nella porta.
Είχε πρόβλημα να βάλει το κλειδί στην πόρτα.

δυσκολίες, δοκιμασίες

sostantivo plurale femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quando viveva nella natura ha dovuto fronteggiare parecchie difficoltà. I bambini non capiscono le difficoltà dell'essere genitori!

δυσκολία

(di una prova)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το πρόβλημα

Vuoi che lasci mia moglie, ma devi capire che la amo: ecco la difficoltà.

δυσχέρειες, δοκιμασίες

sostantivo plurale femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Al momento sono in gravi difficoltà dovendo ripagare due mutui.
Έχουν τρομερές δυσχέρειες αυτόν τον καιρό, αφού έχουν δύο υποθήκες.

πολυπλοκότητα, δυσκολία

sostantivo femminile (situazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύσκολη κατάσταση

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I negoziati per fermare la violenza sono in stallo.
Οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της βίας είναι σε αδιέξοδο.

επιπλοκή, περιπλοκή

(δυσκολία, πρόβλημα σε σχέδιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αντιμετωπίζουμε μια επιπλοκή με τον προμηθευτή μας.

προβλήματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Francesca mi stava raccontando di tutti i suoi problemi.

δυσκολία, δοκιμασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho avuto così tanti problemi quando cercavo un nuovo lavoro.
Πέρασα τόσες δοκιμασίες προσπαθώντας να βρω μια καινούρια δουλειά.

δεινά

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Η Χάριετ δεν είχε χρήματα και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού της την απειλούσε πως θα της έκανε έξωση. Όλοι έβλεπαν τον γολγοθά που περνούσε.

δυσκολία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Da quando ha incominciato a bere, la sua vita è instabile.
Από όταν άρχισε να πίνει η ζωή του έχει πάρει την κάτω βόλτα.

εύκολα, άνετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questo libro si presterebbe facilmente ad un adattamento cinematografico.
Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε εύκολα (or: άνετα) να μεταφερθεί στον κινηματογράφο.

τσακίζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perdere il lavoro inaspettatamente ha ostacolato i miei piani per le ferie.

λαχανιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Michelle ansimava quando è giunta in cima alla collina.

επίδοξος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rose è una drammaturga in difficoltà, spera che il suo lavoro venga riconosciuto un giorno.
Η Ρόουζ αγωνίζεται να γίνει θεατρική συγγραφέας. Ελπίζει το έργο της να αναγνωριστεί κάποτε.

ζορισμένος, πιεσμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sapeva che sarebbe stato in difficoltà se gli fosse stato chiesto di giustificarsi.

σε οικονομικές δυσκολίες

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al momento ho qualche difficoltà economica, ma con il nuovo lavoro dovrei sistemarmi.

αναστατωμένος,θλιμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È in pena perché ha avuto una discussione con il suo ragazzo.

που έχει μαθησιακές δυσκολίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε δύσκολη θέση, σε δύσκολη κατάσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε δύσκολη θέση

locuzione avverbiale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con la macchina in panne e nessun modo di andare al lavoro, si trovò veramente in difficoltà.

με δυσκολία

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

που δεν πάει καλά

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il matrimonio è in difficoltà da quando l'ha tradita.

πολλά προβλήματα

sostantivo plurale femminile

La compagnia ha affrontato numerose difficoltà quest'anno.

δυσκολία στην αναπνοή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il respiro affannoso del bambino ci allarmò veramente e chiamammo subito il dottore.
Το μωρό είχε δυσκολία στην αναπνοή και αυτό μας ανησύχησε πολύ, οπότε καλέσαμε αμέσως τον γιατρό.

πρόβλημα επιδόσεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που δυσκολεύεται

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δυσκολίες της αρχής

sostantivo plurale femminile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οικονομικές δυσχέρειες

(formale)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Da quando ha perso il lavoro, si ritrovano in grandi ristrettezze economiche.

δυσκολία στη δέσμευση

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Io e il mio ultimo ragazzo sci siamo lasciati perché io volevo sposarmi, ma lui aveva difficoltà a legarsi.

τεχνικές δυσκολίες

sostantivo plurale femminile

φέρνω κπ σε δύσκολη θέση

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mia insegnante mi ha messo in difficoltà con una domanda ardua.

μαθαίνω να τα βγάζω πέρα

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo studente aveva difficoltà con la lezione di grammatica.

δυσκολεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυσκολεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho difficoltà a ricordare le password.

σε δύσκολη θέση

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il peschereccio era in difficoltà, quindi inviarono il battello di salvataggio.

ρουθούνισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυσκολεύομαι να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stiamo avendo difficoltà a scegliere uno slogan adatto per la nostra campagna commerciale.

δυσκολεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli studenti hanno difficoltà con la grammatica inglese.
Η αγγλική γραμματική δυσκολεύει τους μαθητές.

δυσκολεύομαι να κάνω κάτι, ζορίζομαι να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αν με ρωτήσεις ποια είναι η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν θα ζοριστώ πολύ να σου απαντήσω.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξασθενώ, αποδυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης

sostantivo plurale femminile (figurato)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il primo anno anno di operatività ha implicato l'adattamento alle difficoltà iniziali dell'attività commerciale.

δυσκολεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho difficoltà a capire l'algebra.

έχω πρόβλημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chiami il bagnino! Mio figlio è in difficoltà e io non so nuotare!
Φωνάξτε τον ναυαγοσώστη! Ο γιος μου κινδυνεύει και εγώ δεν ξέρω να κολυμπάω!

δυσκολεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho ancora problemi a guidare le automobili con la guida a destra.

που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci sono molte famiglie in difficoltà economiche che fanno lavori pagati poco.

δυσκολία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυσκολία εύρεσης θεραπείας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του difficoltà στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του difficoltà

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.