Τι σημαίνει το diffusione στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης diffusione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diffusione στο Ιταλικό.
Η λέξη diffusione στο Ιταλικό σημαίνει διάδοση, διασπορά, διάχυση, εξάπλωση, διάδοση, διάθλαση, διάχυση, διάχυση, επικαιρότητα, χρήση, κύρος, εξάπλωση, αύξηση της δημοτικότητας, κατανομή, διάχυση, συχνότητα, ικανότητα διάδοσης, διάχυση, κυκλοφορία, διακίνηση, διάδοση, εξάπλωση, που επεκτείνεται, που εξαπλώνεται, μεγάφωνο, απευθείας μετάδοση, εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο, <div>αποστολή μήνυμα ευρυεκπομπής</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών, που διαδίδεται, που εξαπλώνεται, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κρατική εφημερίδα, εθνική εφημερίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης diffusione
διάδοση, διασπορά(πληροφοριών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il compito principale dei media è la diffusione di informazioni. |
διάχυση, εξάπλωση, διάδοσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La diffusione della popolazione portò a diverse mutazioni. |
διάθλαση, διάχυσηsostantivo femminile (luce) (φωτός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'esperimento fu preparato per studiare la diffusione della luce. |
διάχυσηsostantivo femminile (figurato: idea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επικαιρότητα(ιδιότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Είναι δύσκολο να το πιστέψεις πως κάποτε αυτή η άποψη ήταν στην επικαιρότητα. |
χρήση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il governo offre degli incentivi per favorire la diffusione delle fonti di energia alternative. Η κυβέρνηση παρέχει κίνητρα για να ενθαρρύνει τη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. |
κύροςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le idee di Darwin hanno goduto di un'immediata diffusione. Οι απόψεις του Δαρβίνου σύντομα κέρδισαν έδαφος. |
εξάπλωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli storici studiano la diffusione del Cristianesimo. Οι ιστορικοί μελετούν την εξάπλωση του χριστιανισμού. |
αύξηση της δημοτικότηταςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατανομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È necessaria una migliore distribuzione della ricchezza in questo paese. Σ' αυτήν τη χώρα πρέπει να γίνει μια πιο δίκαιη κατανομή πλούτου. |
διάχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συχνότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La predominanza di difetti di nascita in questa regione è allarmante. |
ικανότητα διάδοσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διάχυσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυκλοφορία, διακίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La diffusione dei quotidiani cartacei è molto calata a causa di internet. Η κυκλοφορία (or: διακίνηση) εφημερίδων έχει σημειώσει απότομη πτώση χάρη στο διαδίκτυο. |
διάδοση, εξάπλωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που επεκτείνεται, που εξαπλώνεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giornale di Graham è rimasto inzuppato in una pozza di caffè rovesciato. |
μεγάφωνο(formale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το παιδί που χάθηκε βρέθηκε, χάρη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναγγέλθηκε μέσω του συστήματος δημόσιων αναγγελιών. |
απευθείας μετάδοσηsostantivo femminile (telecomunicazioni) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Qui in paese non abbiamo la TV via cavo, ma riceviamo la diffusione diretta via satellite. Δεν έχουμε καλωδιακή σε αυτό το χωριό οπότε λαμβάνουμε τις απευθείας μεταδόσεις μέσω δορυφόρου. |
εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa ditta installa impianti di diffusione sonora nei supermercati. |
<div>αποστολή μήνυμα ευρυεκπομπής</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>sostantivo femminile |
δημοσίευση προσωπικών πληροφοριώνsostantivo femminile (online) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που διαδίδεται, που εξαπλώνεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I resoconti delle ultime notizie hanno contribuito alla diffusa sensazione di panico. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile (fotografia) (φωτογραφία) Il fotografò utilizzò una tecnica di diffusione delle luci per rendere i colori più caldi. |
κρατική εφημερίδα, εθνική εφημερίδαsostantivo maschile Non sono esigente riguardo ai giornali che leggo: qualsiasi giornale nazionale va bene. Δεν είμαι επιλεκτικός σχετικά με το ποια εφημερίδα διαβάζω. Οποιαδήποτε εθνικής εμβέλειας μου κάνει. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diffusione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του diffusione
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.