Τι σημαίνει το dato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dato στο Ιταλικό.
Η λέξη dato στο Ιταλικό σημαίνει δίνω, δίνω, βλέπω, δίνω, παίζομαι, παίζω, τρώω, δίνω, διοργανώνω, δίνω, δίνω, μοιράζω, δίνω, απονέμω, στέλνω, δίνω, δίνω, δίνω, απονέμω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ, χρονολογώ, δεδομένο, στοιχείο, στοιχείο δεδομένων, νούμερο, προσφέρω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, κολλάω, κολλώ, δίνω, δίνω, χαρίζω, κοίτα, δες, κάνω παιδί, διορθώνω τις ατέλειες, τηλεφωνώ σε κπ, ρίχνω μια ματιά, ξερνάω, ξερνοβολάω, καρποφορώ, βλέπω κπ/κτ φευγαλέα, τραβάω απότομα, δανείζω, μαλώνω, χαστουκίζω, κατευνάζω, ανακουφίζω, αλλάζω σχήμα, ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ, ανακαινίζω, παράγω, δημιουργώ, βάζω ενέχυρο, χτυπάω, δέρνω, ζωντανεύω, αναζωογονώ, ταΐζω κπ με το κουτάλι, μοιράζω, επιφέρω, προκαλώ, χαρίζω, δωρίζω, δίνω, τηλεφωνώ, διακόπτω, ξεσκονίζω, ξεσκονίζω, ζωντανεύω, ζωηρεύω, αναβαθμίζω, ρίχνω μια ματιά, ισιώνω, συναινώ, δαγκώνω στον αέρα, ξεφυλλίζω, τραβάω, τραβώ, βγάζω παρατσούκλι, κολλώ παρατσούκλι, εκτονώνω, ξεσπάω, νυμφεύομαι, χτυπάω, χτυπώ, καταρρακώνω, συνδέω κπ με αναπνευστήρα, χαστουκίζω, ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι, χτυπάω, χτυπώ, αναζωογονώ, κυνηγάω, κυνηγώ, αναγγέλλω, καθυστερώ, ανανεώνω, βλέπω, ακολουθώ, πυροδοτώ, βάζω κτ ενέχυρο, δίνω κτ ως ενέχυρο, ενοικιάζω, ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ, κάνω mansplaining για κτ, θυμίζω, κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ, ακούω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dato
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stasera darà un concerto per pianoforte. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La stufa fornisce calore all'intera casa. Η θερμάστρα παρέχει θερμότητα σε όλο το σπίτι. |
βλέπω(essere esposto) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nostra camera da letto guarda a est. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δωμάτιό μας βλέπει την ανατολή. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζομαι, παίζω(teatro: colloquiale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cosa danno a teatro stasera? Τι παίζει απόψε; |
τρώω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli hanno dato 10 anni per rapina a mano armata. |
δίνω(παράδειγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti dare il buon esempio a tuo fratello più piccolo! |
διοργανώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (una festa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dato una festa per festeggiare la nuova casa. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (esami, prove, test) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mese prossimo faccio l'esame di maturità. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ σε κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli occhiali davano a Brian un'aria sofisticata. Τα γυαλιά έδιναν στον Μπράιαν ένα σοφιστικέ στυλ. |
μοιράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte) (τράπουλα, χαρτιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti a turno danno le carte. Κάθε παίκτης με τη σειρά μοιράζει τα χαρτιά. |
δίνω(κτ σε κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'accento britannico della cantante dà un certo fascino al suo canto. |
απονέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il premio è stato consegnato dal vincitore dell'anno precedente. Ο περσινός νικητής απένειμε το βραβείο. |
στέλνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dacci un segno, o Signore! |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (il ritmo, l'andatura, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capitano dava il passo nella gara di biciclette. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (esami) (μεταφορικά: εξετάσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do l'esame di lingua la prossima settimana. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (esame, test) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Darò l'esame di chimica mercoledì. |
απονέμω κτ σε κπ(τίτλο, βαθμό, αξίωμα κλπ) Il presidente conferì la medaglia d'onore al soldato. |
εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ(documento) Στη βιβλιοθήκη μου έβγαλαν καινούρια κάρτα. |
χρονολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli scienziati stanno cercando di datare i fossili. Οι επιστήμονες προσπαθούν να χρονολογήσουν τα απολιθώματα. |
δεδομένο, στοιχείοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo dato è fuori posto nella tabella. |
στοιχείο δεδομένωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νούμερο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Riguardiamo quelle cifre e cerchiamo di pareggiare il bilancio. Ας ξανακοιτάξουμε αυτά τα νούμερα και ας προσπαθήσουμε να ισοσκελίσουμε τον προϋπολογισμό. |
προσφέρω(in sacrificio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'hanno offerto come sacrificio agli dei. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi darmi quel libro là, per cortesia? Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi darmi quel libro? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο; |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (salario, stipendio) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti pago cinque dollari se mi dici dove è andato. Θα σε πληρώσω πέντε δολάρια αν μου πεις που πήγαν. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi puoi dare qualcosa da mangiare? Μπορείς να μου δώσεις κάτι να φάω; |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti do cinquecento dollari per quella macchina. Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti do dieci dollari per quella camicia. Θα σου δώσω δέκα δολάρια για αυτό το μπλουζάκι. |
δίνω(κτ σε κπ για να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio padre mi diede cinque euro per lavargli l'auto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα πληρώσω έναν υδραυλικό, για να φτιάξει τη βρύση. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo tre colloqui le hanno dato il lavoro. Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho dato a loro le chiavi di casa per la settimana. |
κολλάω, κολλώ(malattie, ecc.) (καθομ: κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi ha passato il raffreddore. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha dato una punizione a tutta la classe. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quanta aspirina devo darle? |
χαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In tre anni di matrimonio suo marito le ha dato due figli maschi. |
κοίτα, δες
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Guarda, amico! Quella macchina è troppo figa. Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο! |
κάνω παιδί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διορθώνω τις ατέλειες(figurato: rifinire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλεφωνώ σε κπ
|
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Μπορώ να σας βοηθήσω με κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Απλά χαζεύω.» |
ξερνάω, ξερνοβολάω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chi ha vomitato sul sedile posteriore? Ποιος ξέρασε στο πίσω κάθισμα; |
καρποφορώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βλέπω κπ/κτ φευγαλέα
Tom intravedeva il sole attraverso le nuvole. |
τραβάω απότομα
Ο Σον τράβηξε απότομα το χαρτί από τον εκτυπωτή. |
δανείζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La biblioteca dà i libri in prestito a chi è residente. Η βιβλιοθήκη σου δανείζει βιβλία εάν είσαι κάτοικος της περιοχής. |
μαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Beth rimproverò Amy per essere uscita sotto la pioggia senza un cappotto. Η Μπεθ μάλωσε την Έιμι επειδή βγήκε στη βροχή χωρίς να φορέσει παλτό. |
χαστουκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy schiaffeggiò Carl quando scoprì che lui l'aveva tradita. Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε. |
κατευνάζω, ανακουφίζω(κάποιον ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maggie fece del suo meglio per confortare il bambino che piangeva. Η Μάγκυ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθησυχάσει το παιδί που έκλαιγε. |
αλλάζω σχήμα(σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il vasaio ha rimodellato l'argilla e iniziato a modellare una ciotola. |
ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακαινίζω(χώρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παράγω, δημιουργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Troppo tempo libero genera comportamenti sbagliati tra gli adolescenti. |
βάζω ενέχυρο(al banco dei pegni) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Neil aveva una spada samurai, ma l'ha impegnata. |
χτυπάω, δέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζωντανεύω, αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταΐζω κπ με το κουτάλι(απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla festa hanno distribuito tramezzini e bevande. |
επιφέρω, προκαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sue allergie gli provocarono un attacco d'asma. Οι αλλεργίες του προκάλεσαν κρίση άσθματος. |
χαρίζω, δωρίζω, δίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έβαλε τα παλιά της ρούχα σε μια τσάντα και τα χάρισε. |
τηλεφωνώ(al telefono) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chiamiamola un attimo e sentiamo quali sono i piani. Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια. |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo dovuto interrompere la vacanza quando Jim si è rotto la caviglia. |
ξεσκονίζω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεσκονίζω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Απλά ξεσκόνισε το αμάξι, δεν έχουμε χρόνο να το πλύνουμε. |
ζωντανεύω, ζωηρεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα βάλω λίγη μουσική να ζωηρέψουμε την ατμόσφαιρα λίγο. |
αναβαθμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναινώ(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Può nominare qualcun altro come beneficiario della sua assicurazione sulla vita, ma solo se sua moglie acconsente. Μπορείς να κάνεις κάποιον άλλο δικαιούχο του της ασφάλειας ζωής σου, αλλά μόνο αν συναινεί η σύζυγός σου. |
δαγκώνω στον αέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cane da pastore mordeva i calcagni delle pecore. Το τσοπανόσκυλο δάγκωσε στον αέρα τα πόδια του κοπαδιού. |
ξεφυλλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξόδεψα ώρες για εκείνη την αναφορά και εκείνος απλά την ξεφύλλισε και την απέρριψε! |
τραβάω, τραβώ(απότομα, με δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna strattonò le redini del cavallo e si allontanò. |
βγάζω παρατσούκλι, κολλώ παρατσούκλι(σε κάποιον) I compagni di classe di Patricia la soprannominarono "quattrocchi" perché portava gli occhiali. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στον πρώτο αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δόθηκε η προσωνυμία (or: το προσωνύμιο) «Αύγουστος». |
εκτονώνω, ξεσπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A volte Linda ha bisogno di sfogare la frustrazione a casa quando ha una brutta giornata al lavoro. Μερικές φορές, όταν η Λίντα περάσει κακή μέρα στη δουλειά, πρέπει να εκτονώσει την έντασή της όταν γυρίσει στο σπίτι της. |
νυμφεύομαι(παλαιό, ποιητικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fu obbligata, contro la sua volontà, a sposare un suo cugino di primo grado. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου. |
καταρρακώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La morte del marito di Michelle l'aveva turbata e invecchiata. |
συνδέω κπ με αναπνευστήρα(respirazione artificiale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il medico decise di intubare il paziente. |
χαστουκίζω([qlcn], intenzionalmente) (με την παλάμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταΐζω κπ κτ με το κουτάλι(απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναζωογονώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ragazzi inseguirono il cane dopo che questo era scappato con la palla. Τα αγόρια κυνήγησαν τον σκύλο όταν έφυγε τρέχοντας με την μπάλα τους. |
αναγγέλλω(figurato: dare inizio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθυστερώ(rendere la vita difficile) (χρονικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ultimamente il lavoro mi sta pesando davvero molto. |
ανανεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλέπω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La finestra guarda verso il prato. Το παράθυρο έχει θέα στο λιβάδι. |
ακολουθώ(figurativo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Segue il suo cuore ovunque lo porti. Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί. |
πυροδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assassinio dell'arciduca scatenò la guerra. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα σχόλιά του προκάλεσαν (or: προξένησαν) θύελλα διαμαρτυριών στο συνέδριο. |
βάζω κτ ενέχυρο, δίνω κτ ως ενέχυρο(dare in pegno) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Νάνσυ χρειαζόταν χρήματα να πληρώσει μερικούς λογαριασμούς και έτσι έβαλε ενέχυρο το κολιέ της μέχρι την ημέρα που θα πληρωνόταν. |
ενοικιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom ha affittato il suo appartamento in centro città quando ha trovato lavoro. Ο Κρις δεν μένει πια στο παλιό του διαμέρισμα. Το νοικιάζει για να βγάλει χρήματα. |
ταΐζω κτ με το κουτάλι σε κπ(απόλυτη ακρίβεια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω mansplaining για κτ(rivolgendosi a una donna) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inizia a sembrare davvero primavera! Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη! |
κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sbirciò dietro l'angolo per vedere se erano partiti. Κρυφοκοίταξε από τη γωνία για να δει αν είχαν φύγει με το αυτοκίνητο. |
ακούω(considerare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei che ascoltassero la mia proposta. Θα ήθελα να ακούσουν την πρότασή μου. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του dato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.