Τι σημαίνει το davanti στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης davanti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του davanti στο Ιταλικό.

Η λέξη davanti στο Ιταλικό σημαίνει μπροστά, μπροστινό μέρος, μπροστά, μπροστινός, μπροστά, μπροστά, μπροστά, μπροστά, μπροστά, -, μπροστινός, μπροστινός, μπροστά, κατά πρόσωπο, μπροστινός, μπροστά, μπροστά από, μπροστά, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, προηγούμαι, προπορεύομαι, μπροστά στα μάτια μου, μπροστά σε κοινό, στο δικαστήριο, ακριβώς μπροστά, σε κοινή θέα, ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια, παρουσία αντρών και γυναικών, χαλάκι τζακιού, επιστήθιο, στρατοδικείο, μπροστινό παράθυρο, μπροστινό μέρος πουκαμίσου, πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες, peep toe, διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής, αντιμέτωπος με, παρουσία του, μπροστά σε, απέναντι, κάνω ουρά, προτρέχω, χώνομαι μπροστά από, υποκλίνομαι, γονατίζω, κινούμαι κάνοντας συριστικό ήχο, κινούμαι σφυρίζοντας, περνάω, περνώ, προηγούμαι, συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω, χώνομαι στην ουρά, περνώ σαν αστραπή, υποκλίνομαι, προσπερνάω, υπερέχω σε βαθμό, τοποθετώ μπροστά από, βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ, αποδοκιμάζω, περνάω από κτ, γονατίζω, στα πόδια, ενώπιον του δικαστή, μπροστινό δωμάτιο, βγάζω το καπέλο σε κπ, υποκλίνομαι, περνάω, υποκλίνομαι, δικάζω σε στρατοδικείο, περνάω, περνώ, κόκκινο πανί, μπροστά από κπ, μου έρχεται, μου 'ρχεται, μπροστά από κτ, μπροστά από, μπροστά από κπ, μπροστά από, μπροστά σε, μπροστά σε, μπροστά σε, ενώπιον, απέναντι σε, μπροστά σε, ενώπιον, περνώ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης davanti

μπροστά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il capo scout procedeva davanti, distanziando tutti noi in breve tempo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Προχώρησε μπροστά δείχνοντάς μας τη σωστή πορεία.

μπροστινό μέρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è un graffio sul davanti della TV?
Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης;

μπροστά

sostantivo maschile

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cosa c'è scritto sul davanti della maglietta?

μπροστινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha un graffio nella parte anteriore del naso.

μπροστά

avverbio (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Io in auto preferisco sedermi davanti, vicino al guidatore.

μπροστά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cheri non riusciva a vedere davanti a sé; troppe persone le bloccavano la visuale.
Η Σέρι δεν μπορούσε να δει μπροστά της, καθώς πολλοί άνθρωποι μπλόκαραν το οπτικό πεδίο της.

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπροστά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Metti il latte nella parte anteriore del frigo, così lo trovi più facilmente.

-

preposizione o locuzione preposizionale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È passato davanti alla farmacia.
Πέρασε το φαρμακείο.

μπροστινός

(spazio)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Notate come si muovono le pinne anteriori quando il pesce nuota in avanti.

μπροστινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La parte anteriore di una nave si chiama prua.
Το μπροστινό τμήμα του πλοίου ονομάζεται πλώρη.

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Piegati in avanti all'altezza dei fianchi tenendo le gambe divaricate.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σκύψτε προς τα εμπρός και επαναλάβετε ότι κάνω.

κατά πρόσωπο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non ho problemi a dirti in faccia che ti ritengo un cretino.

μπροστινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όλοι καθυστέρησαν όταν χάλασε το όχημα που ηγείτο της πορείας.

μπροστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Neil è quasi in testa nella gara!
Ο Νηλ βγαίνει μπροστά στον αγώνα!

μπροστά από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La mia macchina è parcheggiata davanti a casa tua. Ti aspetto davanti al ristorante.
Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά από το σπίτι σου. Θα περιμένω μπροστά από το εστιατόριο.

μπροστά

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Chi è quello davanti a quel gruppo di persone?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εμπρός (or: μπρος) απ' το σπίτι μας είναι ένα μεγάλο κυπαρίσσι.

κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι

(μτφ, καθομ, ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προηγούμαι, προπορεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
William precedette la moglie lungo la strada buia.
Ο Γουίλιαμ προπορευόταν της γυναίκας του στον σκοτεινό δρόμο.

μπροστά στα μάτια μου

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suo padre fu ucciso davanti ai suoi occhi.

μπροστά σε κοινό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fece la sua dichiarazione davanti a un pubblico di trenta persone.

στο δικαστήριο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'accusato risponderà dei suoi crimini davanti al giudice.

ακριβώς μπροστά

aggettivo (ΗΠΑ,αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non puoi mancare il bersaglio, è dritto davanti a te!

σε κοινή θέα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si stavano baciando in stazione davanti a tutti senza preoccuparsi che qualcuno li stesse guardando.

ευθεία, ευθεία μπροστά, ίσια

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Guardò dritto davanti a sé per evitare di incrociare il suo sguardo.

παρουσία αντρών και γυναικών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nonna ritiene che sia meglio non parlare di sesso davanti a tutti.

χαλάκι τζακιού

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επιστήθιο

στρατοδικείο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In seguito al suo processo davanti alla corte marziale, il maggiore fu congedato con disonore.
Μετά το στρατοδικείο από το οποίο πέρασε, ο ταγματάρχης πήρε επαίσχυντη απαλλαγή.

μπροστινό παράθυρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπροστινό μέρος πουκαμίσου

sostantivo maschile (camicia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho bruciato il davanti della camicia mentre la stavo stirando.

πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες

(in luogo pubblico)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'è un mercatino delle pulci ogni settimana nel parcheggio principale del paese.

peep toe

(scarpe)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διάστημα χρήσης ηλεκτρονικής συσκευής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αντιμέτωπος με

preposizione o locuzione preposizionale

Domani vi troverete davanti alla squadra più forte del campionato.

παρουσία του, μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απέναντι

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo stabile del mio ufficio si trova di fronte al centro commerciale.
Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο.

κάνω ουρά

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά: ανυπομονώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se hai una buona idea gli investitori faranno la fila davanti alla tua porta.
Αν έχεις μια καλή ιδέα, οι επενδυτές θα κάνουν ουρά για να σε γνωρίσουν.

προτρέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, idiomatico) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sara insisteva a dire che fare sesso prima del matrimonio era come mettere il carro davanti ai buoi.
Η Σάρα επέμενε ότι το να κάνει σεξ πριν από το γάμο της ήταν σαν να προτρέχει.

χώνομαι μπροστά από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi dà fastidio quando la gente salta la coda.

υποκλίνομαι, γονατίζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (είμαι δουλικός, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I dipendenti si inchinano sempre di fronte ai loro superiori.

κινούμαι κάνοντας συριστικό ήχο, κινούμαι σφυρίζοντας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho cercato di fermare un taxi, ma mi è passato di fronte.
Προσπάθησα να σταματήσω ένα ταξί αλλά πέρασε δίπλα μου σφυρίζοντας.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (a piedi) (με τα πόδια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ogni giorno siedo davanti alla mia finestra e guardo i bambini che vanno a piedi a scuola.

προηγούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συναντώ κατά τύχη, πέφτω πάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mentre ero in città mi sono trovato davanti a un negozio di fotografia e mi sono comprato una nuova fotocamera digitale.

χώνομαι στην ουρά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Detesto le persone che saltano la coda; sono proprio maleducate.

περνώ σαν αστραπή

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paul è volato via sulla sua velocissima moto.

υποκλίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È uso inchinarsi davanti all'Imperatore del Giappone.

προσπερνάω

(passare oltre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.

υπερέχω σε βαθμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τοποθετώ μπροστά από

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A circa tre mesi, i bambini cominciano a focalizzare lo sguardo sugli oggetti che vengono messi loro di fronte. Mise il piatto di biscotti di fronte a sua madre.
Σε 3 μήνες περίπου τα μωρά αρχίζουν να επικεντρώνουν τα μάτια τους σε αντικείμενα που τοποθετούνται μπροστά τους. Τοποθέτησε το πιάτο με τα μπισκότα μπροστά στη μητέρα του.

βάζω κτ/κπ πάνω από κτ/κπ

(dare la priorità)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδοκιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fan storsero il naso davanti alla scelta del nuovo manager dell'associazione.

περνάω από κτ

verbo intransitivo (a piedi)

Sono passato davanti a quel negozio un mucchio di volte ma non ci sono mai entrato.

γονατίζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μπροστά σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dovete inginocchiarvi davanti al re.

στα πόδια

(κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La matita era davanti ai suoi piedi, lì dove l'aveva lasciata cadere.

ενώπιον του δικαστή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il procedimento si svolgerà davanti al giudice di pace.

μπροστινό δωμάτιο

avverbio

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγάζω το καπέλο σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi tolgo il cappello davanti al geniale inventore di questo apparecchio.

υποκλίνομαι

(σε κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Vostra Maestà!", disse l'uomo inchinandosi davanti alla regina.
«Μεγαλειοτάτη», είπε ο άντρας καθώς υποκλίθηκε στη βασίλισσα.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre andava in chiesa Amy è passata davanti a casa di Joe.
Η Άμι πέρασε το σπίτι του Τζόι καθώς πήγαινε στην εκκλησία.

υποκλίνομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È così pieno di sé che pensa che tutti debbano inchinarsi davanti a lui.

δικάζω σε στρατοδικείο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In seguito all'incidente il sergente maggiore fu processato davanti alla corte marziale.

περνάω, περνώ

(από κάτι, μπροστά από κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È difficile passare davanti a uno specchio senza guardarsi nel riflesso.
Είναι δύσκολο να περάσεις από έναν καθρέφτη χωρίς να κοιτάξεις το είδωλό σου.

κόκκινο πανί

(figurato: aizzare) (μεταφορικά)

Con le sue lamentele costanti, era come se mi agitasse un fazzoletto rosso sotto il naso.

μπροστά από κπ

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Siamo all'ultimo giro della gara e Ivy è davanti a tutti.
Είναι ο τελευταίος γύρος του αγώνα κι ο Άιβι είναι μπροστά από όλους.

μου έρχεται, μου 'ρχεται

(σκέψη, ιδέα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'investigatore stava bevendo il tè quando improvvisamente gli si presentò davanti agli occhi la risposta: era stato il maggiordomo.

μπροστά από κτ

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il pickup davanti al nostro ha una gomma bucata.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το φορτηγό μπροστά από το δικό μας έχει σκασμένο λάστιχο.

μπροστά από

preposizione o locuzione preposizionale

Passiamo sempre davanti all'ufficio postale, andando al lavoro.
Περνάμε πάντα από το ταχυδρομείο πηγαίνοντας στη δουλειά.

μπροστά από κπ

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Non potevamo muoverci perché c'era un incidente davanti a noi.
Δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε γιατί είχε γίνει ατύχημα μπροστά μας.

μπροστά από

aggettivo invariabile

La cabina per l'equipaggio è davanti alla galleria.
Η καμπίνα του πληρώματος είναι μπροστά από την κουζίνα.

μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale

Si mise in piedi di fronte alla folla e alzò le braccia.

μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale (μεταφορικά)

Lei ha tutta una carriera davanti a sé.

μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale

Hanno dato un concerto all'aperto davanti a un enorme pubblico.

ενώπιον

preposizione o locuzione preposizionale (επίσημο: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il suo caso è stato portato davanti al Tribunale Internazionale di Giustizia.

απέναντι σε, μπροστά σε

preposizione o locuzione preposizionale

Lui si tira sempre indietro di fronte ad un compito difficile.

ενώπιον

(επίσημο: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Davanti a Dio io dichiaro che dirò sempre la verità.

περνώ από κπ/κτ

verbo intransitivo (a piedi) (με τα πόδια)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του davanti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.