Τι σημαίνει το credo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης credo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του credo στο Ιταλικό.

Η λέξη credo στο Ιταλικό σημαίνει πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, έχω πίστη, θεωρώ, πιστεύω, θεωρώ, σκέφτομαι, νομίζω, πιστεύω, θεωρώ, κρίση, εκτίμηση, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, κρίνω σκόπιμο, νομίζω, πιστεύω, φαντάζομαι, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, πιστεύω, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως, υπολογίζω, εκτιμώ, υποθέτω, εκτιμώ, ιδεολογία, θρησκευτική πεποίθηση, Σύμβολο της Πίστεως, κρέντο, δόγμα, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, θρησκεία, πιστεύω σε κτ/κπ, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, πιστεύω σε κτ, πιστεύω σε κτ, πιστεύω, πιστεύω, απίστευτος, έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ, υποψία, Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα, βρε που να με πάρει!, σκεπτικισμός, προσδίδω αξιοπιστία, αρνούμαι να πιστέψω, πιστέυω, έχω πίστη στο Θεό, δυσπιστώ, ευελπιστώ, αρνούμαι να πιστέψω, εμπιστεύομαι, δεν πιστεύω, το παίζω, πιστεύω, εμμένω σε κτ, υποθέτω, δέχομαι, πιστεύω, θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ, για δες, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, είμαι τόσο καλός όσο λένε, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης credo

πιστεύω

verbo intransitivo (avere fede) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Credo che Dio esista.
Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.

πιστεύω

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Credo che tornerà come promesso.
Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε.

πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Credo che non pioverà domani, ma non ne sono sicuro.
Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη.

έχω πίστη

verbo intransitivo (in una religione)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

θεωρώ, πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ/κτ κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald vuole sempre incontrare i ragazzi di sua figlia per vedere se può ritenerli adatti a lei.
Ο Τζέραλντ επιμένει να γνωρίζει πάντα τα αγόρια της κόρης του για να δει αν τα θεωρεί κατάλληλα.

σκέφτομαι, νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιστεύω, θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Immagino che siano persone molto simpatiche.
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι.

κρίση, εκτίμηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A suo stesso avviso, è un bravo attore!

στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dobbiamo fare qualcosa subito: non possiamo avere fiducia nelle loro promesse di una soluzione futura.

κρίνω σκόπιμο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usa solo la quantità di pittura che ritieni adatta.

νομίζω, πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Penso che Tom venga con noi. Adesso glielo chiedo.
Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω.

φαντάζομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle si è immaginato che il suo nuovo lavoro non sarebbe stato molto duro e che avrebbe potuto fare tutto quello avrebbe voluto.
Ο Κάιλ φανταζόταν πως η νέα του δουλειά δεν θα ήταν και πολύ δύσκολη και ότι απλά θα έκανε ό,τι ήθελε.

θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che lei sia il nuovo sceriffo. Visto che è ora di pranzo, immagino che Glenn sia al pub.
Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ.

θεωρώ, πιστεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νομίζω, πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa pensi che succederà?
Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί;

νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Immagino che farei meglio a tagliarmi presto i capelli.

υπολογίζω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che ci siano cinquanta persone nella stanza.

υποθέτω, εκτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Immagino che voglia andare al campeggio, ma non ne sono sicuro.

ιδεολογία

sostantivo maschile (cosa in cui si crede)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il nostro credo è: il cliente ha sempre ragione.

θρησκευτική πεποίθηση

(religioso) (συνήθως πληθυντικός)

Σε παρακαλώ εξήγησέ μου τα πιστεύω της θρησκείας σου.

Σύμβολο της Πίστεως

sostantivo maschile (preghiera cristiana) (θρησκεία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mio padre sapeva che non ce l'avrebbe fatta e chiese al prete di recitare il Credo.

κρέντο

sostantivo maschile (musica)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I musicisti stanno provando il Credo di Mozart.

δόγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

verbo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Credo che lui sia molto intelligente.

θρησκεία

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πιστεύω σε κτ/κπ

verbo intransitivo

Anche se ha dieci anni crede ancora alle fate.
Αν και είναι 10 χρονών, πιστεύει ακόμα στις νεράιδες.

έχω εμπιστοσύνη σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Credo nel nuovo primo ministro.

πιστεύω σε κτ

verbo intransitivo

Da vegano, Oliver crede nella salvaguardia degli animali.

πιστεύω σε κτ

verbo intransitivo

Credo nel dare i soldi alle associazioni di beneficenza che mantengono i loro costi al minimo.
Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα.

πιστεύω

verbo intransitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha detto di averlo visto e io gli credo.
Είπε ότι το είδε και τον πιστεύω.

πιστεύω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non credo mai alle previsioni del tempo della TV.
Ποτέ δεν πιστεύω το δελτίο καιρού της τηλεόρασης.

απίστευτος

aggettivo (δύσκολα πιστευτός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È difficile da credere che tempo fa qui fosse aperta campagna.
Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε.

έχω την τάση να πιστεύω κπ/κτ

aggettivo (μόνιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janice era propenso a credere alla versione di Bill sull'accaduto.

υποψία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non c'è motivo di credere che l'uomo stia mentendo.

Τι λες!, Τι μου λες!, Τι λες τώρα!, Τι είπες τώρα

(sorpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

βρε που να με πάρει!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκεπτικισμός

(religione) (έλλειψη πίστης σε θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Georgina è stata scomunicata dalla chiesa per la sua mancanza di fede.

προσδίδω αξιοπιστία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non puoi assolutamente dare credito a ciò che dice un bugiardo patentato!

αρνούμαι να πιστέψω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si rifiutò di credere alla sua versione degli eventi.

πιστέυω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non credermi sulla parola, guarda tu stesso.

έχω πίστη στο Θεό

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δυσπιστώ

(απέναντι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non credo a nulla di quello che mi dice Patrick perché è un bugiardo abituale.

ευελπιστώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Credo che riuscirò a pagare la rata del mutuo questo mese.

αρνούμαι να πιστέψω

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπιστεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jemima si fida delle parole di suo padre.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του.

δεν πιστεύω

(κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non è che non ti credo, ma la tua storia è un po' inverosimile.

το παίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Liam cercò di far credere che era malato, ma era chiaro che non lo era.
Ο Λίαμ προσπάθησε να κάνει ότι είναι άρρωστος, αλλά ήταν προφανές ότι δεν ήταν.

πιστεύω

verbo intransitivo (θρησκεία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Credo in DIo.

εμμένω σε κτ

verbo intransitivo (un pensiero, un'idea) (λόγιος)

υποθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suppongo che si sia perso di nuovo.
Υποθέτω ότι χάθηκε πάλι.

δέχομαι

(credere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riesco ad accettare la tua scusa. Non ha alcun senso.
Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία σου. Δεν είναι λογική.

πιστεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
«Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας.

θεωρώ ότι κπ/κτ είναι κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In molti oggi reputano che le punizioni corporali siano sbagliate.
Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι η σωματική ποινή είναι λάθος.

για δες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως κπ κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando mio marito definisce "interessante" il cibo che ho cucinato, credo che intenda che non gli piace. Credevo che John fosse nelle Fiji, ma mi sbagliavo di grosso: era in Venezuela.
Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει.

είμαι τόσο καλός όσο λένε

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεωρώ, πιστεύω, νομίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lui ritiene che quelle azioni siano illegali.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του credo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.