Τι σημαίνει το crediti στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crediti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crediti στο Ιταλικό.
Η λέξη crediti στο Ιταλικό σημαίνει διδακτική μονάδα, υπόλοιπο, εκτίμηση, πιστοληπτική ικανότητα, πίστη, αξιοπιστία, πίστωση, πίστωση, αξιοπιστία, επιθετικός, προσβλητικός, δανειοδότηση, αξία, πιστεύω, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, με πίστωση, πιστωτική κάρτα, πιστωτικό όριο, πιστωτικό τιμολόγιο, επιπλέον βαθμός, πιστωτική διευκόλυνση, χρέος επιπέδου «σκουπιδιών», πιστωτική επιστολή, μη εξυπηρετούμενο δάνειο, δάνειο σταδιακής εξόφλησης, πιστωτική ένωση, υπόλοιπο, οικονομικές υπηρεσίες, δίνω βαρύτητα, αγοράζω με δόσεις, προσδίδω αξιοπιστία, δίνω πίστωση, παρέχω πίστωση, λογαριασμός, πιστωτική κάρτα, κάρτα προθεσμιακής χρέωσης, αγοράζω κτ με πίστωση, υποτίμηση, πιστεύω, πιστωτικό όριο, πιστωτική αναφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crediti
διδακτική μονάδα(università) Ogni ora passata in classe equivale a un credito formativo. Η κάθε ώρα παράδοσης του μαθήματος ισοδυναμεί με μία ΔΜ. |
υπόλοιποsostantivo maschile (contabilità) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio conto ha un credito di soli cinque euro. Το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι μόλις πέντε ευρώ. |
εκτίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua onestà le ha fatto guadagnare una buona reputazione ai miei occhi. Την εκτιμώ για την ειλικρίνειά της. |
πιστοληπτική ικανότητα(finanza: prestito) La banca non mi fa più credito. |
πίστηsostantivo femminile (figurato: credere) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non do alcun credito alle sue promesse. |
αξιοπιστία(fiducia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo me il piano non ha alcun credito. |
πίστωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πίστωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vendiamo a credito a dei clienti sicuri che conosciamo bene. |
αξιοπιστία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pubblico ha una fiducia limitata verso le promesse del governo. |
επιθετικός, προσβλητικός(banca) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggi ho aperto una nuova linea di credito in banca, da usare per le emergenze. |
δανειοδότηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banca guadagna con l'attività creditizia. |
αξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιστεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io non do credito a nulla di ciò che dice quel politico. |
αναξιόπιστος, αφερέγγυοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με πίστωσηlocuzione avverbiale (acquisto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'importatore ha acquistato la merce a credito. |
πιστωτική κάρταsostantivo femminile (κάρτα για αγορές με πίστωση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uso sempre la mia carta di credito quando vado a fare shopping. Όταν πάω για ψώνια, χρησιμοποιώ πάντα την πιστωτική μου κάρτα. |
πιστωτικό όριοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Poiché il massimale della mia carta di credito era quasi raggiunto non ho potuto fare benzina. Il massimale di credito della mia VISA è di $2000. Δεν μπόρεσα να βάλω βενζίνη, καθώς η κάρτα μου πλησίαζε το πιστωτικό της όριο. Η VISA μου έχει πιστωτικό όριο 2000 δολάρια. |
πιστωτικό τιμολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιπλέον βαθμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'insegnate diede alla classe l'opportunità di scrivere un tema per avere dei crediti extra. |
πιστωτική διευκόλυνση(οικονομικά: δάνειο) |
χρέος επιπέδου «σκουπιδιών»sostantivo maschile (διεθνής οικονομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιστωτική επιστολή(οικονομία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μη εξυπηρετούμενο δάνειοsostantivo maschile (finanza) (οικονομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δάνειο σταδιακής εξόφλησηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιστωτική ένωσηsostantivo femminile |
υπόλοιποsostantivo maschile |
οικονομικές υπηρεσίεςsostantivo femminile |
δίνω βαρύτητα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αγοράζω με δόσειςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi sono assuefatto all'acquisto a credito e ora sono sull'orlo della bancarotta. |
προσδίδω αξιοπιστία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puoi assolutamente dare credito a ciò che dice un bugiardo patentato! |
δίνω πίστωση, παρέχω πίστωσηverbo transitivo o transitivo pronominale (χρήματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi sono subito pentito di avergli fatto credito per quell'acquisto. |
λογαριασμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha addebitato le scarpe sul suo conto credito. Χρέωσε τα παπούτσια στον λογαριασμό της. |
πιστωτική κάρταsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάρτα προθεσμιακής χρέωσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγοράζω κτ με πίστωσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υποτίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιστεύω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non credo mai alle previsioni del tempo della TV. Ποτέ δεν πιστεύω το δελτίο καιρού της τηλεόρασης. |
πιστωτικό όριοsostantivo femminile (massimo volume di credito) |
πιστωτική αναφοράsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crediti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του crediti
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.