Τι σημαίνει το completamente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης completamente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του completamente στο Ιταλικό.

Η λέξη completamente στο Ιταλικό σημαίνει στο μέγιστο βαθμό, απόλυτα, εντελώς, τελείως, εντελώς, απόλυτα, εντελώς, τελείως, με όλο μου το είναι, -, εντελώς, τελείως, τελείως, εντελώς, τελείως, εντελώς, πλήρως, πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, απ' έξω κι ανακατωτά, εντελώς, απόλυτα, τελείως, πλήρως, τελείως, εντελώς, απόλυτα, εντελώς, -, εντελώς, τελείως, απολύτως, ολότελα, εντελώς, αποκλειστικά, ολοκληρωτικά, κατηγορηματικά, εντελώς, απολύτως, απόλυτα, πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά, εντελώς, τελείως, τελείως, εντελώς, πλήρως, εντελώς, απόλυτα, ολότελα, εντελώς, τελείως, απόλυτα, απολύτως, διαμετρικά, από όλες τις απόψεις, εξαιρετικά, πλήρως, εξονυχιστικά, παντού, γεμάτος, απολύτως, εντελώς, τελείως, αυστηρά, τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα, ακριβώς, εντελώς, τελείως, εντελώς, τελείως, τελείως, εντελώς, ολότελα, εντελώς, τελείως, πλήρως, εντελώς, απολύτως, πλήρως, πλήρως, εντατικά, θεόκουφος, βουλωμένος, εντελώς παγωμένος, πλήρως ανεπτυγμένος, εντελώς ξύπνιος, ορθάνοιχτος, γεμάτος, πλήρης, πλήρως εξοπλισμένος, πλήρως χρηματοδοτούμενος, τσίτσιδος, που κάηκε εντελώς, το δάγκωσα από το κρύο, ολόγυμνος, ολόισιος, που την έχει γαμήσει, εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ, εντελώς μέσα, ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, απόλυτη στάση, το παιχνίδι έχει αλλάξει, συμφωνώ, υπέρ, καίγομαι ολοσχερώς, βυθίζομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ, εντυπωσιάζω, έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ, καινοτομώ, καίγομαι ολοσχερώς, χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από, ξεραίνομαι, σχεδιάζω, προγραμματίζω, μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος, εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση, εντελώς λάθος, πλήρως ανεπτυγμένος, πίσσα σκοτάδι, κατακόκκινος, συνεργάζομαι στενά, κανονικός, εκτεταμένος, γεμάτος, συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ, καλύπτομαι, άσχετος, τέρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης completamente

στο μέγιστο βαθμό

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ti supporterò completamente.

απόλυτα, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντελώς, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ.

εντελώς, τελείως

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il bambino completamente sordo ha imparato la lingua dei segni dalla tenera età.

με όλο μου το είναι

avverbio (δίνομαι σε κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quando la canzone è completamente finita metti su un altro CD.
Όταν τελειώσει το τραγούδι, βάλε ένα άλλο CD.

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono completamente al verde, devo trovare un lavoro.

τελείως, εντελώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È il suo compleanno e me ne sono completamente dimenticato.
Είναι τα γενέθλιά της και το ξέχασα τελείως.

τελείως, εντελώς, πλήρως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il paziente era completamente (or: totalmente) cosciente seppur paralizzato.
Ο ασθενής ήταν εντελώς ξύπνιος, αλλά και εντελώς παραλυμένος.

πλήρως, εντελώς, απολύτως, απόλυτα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non abbiamo un'ipoteca sulla casa: è interamente nostra.
Δεν έχουμε υποθήκη στο σπίτι μας. Είναι εντελώς δικό μας.

απ' έξω κι ανακατωτά

avverbio (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Come sostituta dell'attrice principale, doveva conoscere perfettamente la parte.

εντελώς, απόλυτα, τελείως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πλήρως, τελείως, εντελώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tony ha condotto il camion alla discarica quando questo era del tutto pieno.
Ο Τόνυ πήγε το φορτηγό στη χωματερή όταν ήταν εντελώς γεμάτο.

απόλυτα, εντελώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono assolutamente d'accordo con te.

-

avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sono completamente distrutto dopo tutto quello shopping!
Έχω εξαντληθεί μετά από όλα αυτά τα ψώνια!

εντελώς, τελείως, απολύτως

(εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aveva completamente torto!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό που λες είναι μπιτ για μπιτ λάθος!

ολότελα

avverbio (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aspettarono finché non uscì totalmente di vista, e poi corsero al fienile. La porta è uscita del tutto dai cardini.
Περίμεναν μέχρι να εξαφανιστεί τελείως και μετά έτρεξαν στον στάβλο. Η πόρτα βγήκε τελείως από τους μεντεσέδες της.

εντελώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pochi minuti dopo entrarono con l'aereo completamente in un banco di nubi e rischiarono di perdersi.

αποκλειστικά, ολοκληρωτικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mia concentrazione era interamente sul libro e non ho fatto caso all'estraneo che mi si era seduto accanto.

κατηγορηματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Negò assolutamente di aver mai incontrato quell'uomo.

εντελώς, απολύτως, απόλυτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eravamo totalmente impreparati per il numero di domande che abbiamo ricevuto.
Ήμασταν εντελώς απροετοίμαστοι για τον αριθμό των αιτήσεων που λάβαμε.

πέρα για πέρα, διεξοδικά, αναλυτικά

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Charles non vivrebbe mai all'estero, è proprio inglese dentro!

εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η παρουσίαση είναι εντελώς απαράδεκτη.

τελείως, εντελώς

(καθόλα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Aveva finito del tutto la costruzione della casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αρνούμαι αυτές τις κατηγορίες ως παντελώς αβάσιμες!

πλήρως, εντελώς, απόλυτα, ολότελα

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fred non era completamente convinto dal mio ragionamento.
Ο Φρεντ δεν είχε πειστεί εντελώς (or: πλήρως) απ' το επιχείρημά μου.

εντελώς, τελείως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'uomo era completamente cieco, non poteva vedere per niente.

απόλυτα, απολύτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dopo essersi rotolato nel fango il cane era completamente sporco.
Αφού κυλίστηκε στη λάσπη, ο σκύλος ήταν εντελώς βρώμικος.

διαμετρικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La prova differiva totalmente dalla testimonianza dell'istante.
Τα στοιχεία ήταν διαμετρικά αντίθετα από την κατάθεση του ενάγοντος.

από όλες τις απόψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nuova casa era meglio dell'appartamento da tutti i punti di vista.

εξαιρετικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le strade stanno diventando proprio pericolose con le nevicate.

πλήρως, εξονυχιστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il risultati delle analisi sono stati del tutto positivi.

παντού

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il petrolio si sta espandendo completamente dal luogo della cisterna distrutta.
Το πετρέλαιο από τα συντρίμμια του δεξαμενόπλοιου απλώνεται τώρα παντού.

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απολύτως, εντελώς, τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sarah è perfettamente capace di svolgere il compito. Laverò i piatti ma scrostare il water e tutta un'altra storia.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά.

αυστηρά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È importante rispettare totalmente questo regolamento.

τελείως, απολύτως, εντελώς, ολότελα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Rubare la borsa a quell'anziana è stata una cosa del tutto sbagliata.
Η κλοπή της τσάντας της γηραιάς κυρίας ήταν εντελώς λάθος.

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono gemelli, ma in quanto a carattere sono l'esatto contrario.
Είναι δίδυμοι, αλλά ακριβώς αντίθετοι στον χαρακτήρα.

εντελώς, τελείως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Credo che siamo rimasti completamente senza uova al momento.

εντελώς, τελείως

(in ogni parte)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Devo pulire casa dappertutto.
Πρέπει να καθαρίσω εντελώς το σπίτι.

τελείως, εντελώς, ολότελα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si è fermato del tutto quando ha visto il corpo.

εντελώς, τελείως, πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono davvero stremato!
Είμαι ντιπ για ντιπ εξαντλημένος!

εντελώς, απολύτως, πλήρως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non sono completamente sicuro se me l'abbia detto John o Steve.

πλήρως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντατικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questo terreno è stato coltivato in forma intensiva. Le miniere sono state sfruttate in maniera intensiva.

θεόκουφος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βουλωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le mie orecchie erano completamente tappate!

εντελώς παγωμένος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Il lago era completamente ghiacciato così era sicuro pattinarci.

πλήρως ανεπτυγμένος

aggettivo (sviluppo umano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Passano molti anni prima che un ragazzo sia completamente sviluppato.

εντελώς ξύπνιος

aggettivo

Dopo il mio caffè mattutino sono di solito del tutto sveglio. Il rumore da fuori lo fece restare completamente sveglio tutta la notte.
Μετά τον πρωινό μου καφέ είμαι συνήθως εντελώς ξύπνιος.

ορθάνοιχτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I gattini non riescono mai a resistere alla tentazione di entrare nelle scatole del tutto aperte.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εξέτασα την κατάσταση με τα μάτια ορθάνοιχτα.

γεμάτος, πλήρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλήρως εξοπλισμένος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλήρως χρηματοδοτούμενος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τσίτσιδος

(figurato) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κάηκε εντελώς

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (cibo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi sono dimenticato il toast e si è carbonizzato completamente.

το δάγκωσα από το κρύο

(figurato: infreddolito) (καθομιλουμένη)

ολόγυμνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόισιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που την έχει γαμήσει

(volgare: fallito, distrutto) (καθομ: άτομο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντελώς αντίθετος σε κτ, απολύτως αντίθετος σε κτ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Volevo andare all'accademia di belle arti, ma i miei genitori erano del tutto contrari.

εντελώς μέσα

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Tua madre ha creduto alla tua storia?", "Sì, se l'è bevuta completamente!".

απόλυτη στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

το παιχνίδι έχει αλλάξει

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo mette le cose sotto un'altra luce. È una situazione completamente nuova adesso.

συμφωνώ

(figurato: essere pienamente d'accordo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπέρ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ero assolutamente d'accordo di prendere un gelato dopo le lezioni.

καίγομαι ολοσχερώς

verbo intransitivo

La casa è bruciata completamente.

βυθίζομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εντυπωσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, informale: coinvolgere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι σε πλήρη αντίθεση με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καινοτομώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καίγομαι ολοσχερώς

verbo intransitivo

La fabbrica è bruciata completamente in un incendio che ha ucciso 11 lavoratori.
Το εργοστάσιο κάηκε ολοσχερώς σε μια πυρκαγιά που σκότωσε 11 εργάτες.

χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεραίνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuocere troppo i cibi li rinsecchisce rovinandone il gusto.
Το υπερβολικό ψήσιμο κάνει το κρέας να ξεραθεί.

σχεδιάζω, προγραμματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Già all'età di 12 anni, tutta la sua vita era completamente pianificata.

μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molte donne nei paesi del terzo mondo partoriscono da sole.

εντελώς διαφορετικός, που δεν έχει καμία σχέση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le due proposte sono agli antipodi. Bisognerà lavorare a un compromesso.

εντελώς λάθος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πλήρως ανεπτυγμένος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσσα σκοτάδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατακόκκινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνεργάζομαι στενά

Il governo e i giganti della tecnologia sono completamente d'accordo quando si tratta di problemi di violazione della privacy.

κανονικός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La gru da cantiere era allungata completamente.
Ο κατασκευαστικός γερανός βρίσκονταν σε πλήρη έκταση.

γεμάτος

locuzione aggettivale (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I capi dell'organizzazione criminale hanno lavorato completamente d'accordo con l'industria edile.

καλύπτομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (abbigliamento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I visitatori devono coprirsi completamente se vogliono entrare in chiesa.
Οι επισκέπτες πρέπει να καλύψουν τους ώμους και τα πόδια τους, αν επιθυμούν να μπουν στην εκκλησία.

άσχετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le sue risposte continuavano a essere totalmente sbagliate. Non aveva proprio idea.

τέρμα

avverbio (nautica)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vai tutta a sinistra e assicurati che tutto vada bene.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του completamente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.