Τι σημαίνει το ben στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ben στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ben στο Ιταλικό.
Η λέξη ben στο Ιταλικό σημαίνει σωστό, καλά, καλά, καλά, σωστά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλό, καλό, σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, καλά, καλά, καλά, καλά, πολύ, ιδιαίτερα, ωραία, καλός, φρόνιμος, ήσυχος, σωστά, λοιπόν, εντάξει, περιουσιακό στοιχείο, καλά, καλά, εντάξει, όφελος, προσόν, εντάξει, καλά, καλά, μια χαρά, καλά, σωστά, ωραία, προσεκτικά, καλά, εντάξει, καλά, σωστά, πολύ καλά, εντάξει, καλά, καλά, εντάξει, δεν έχω θέμα, ωραία, τέλεια, υπέροχα, άψογα, τέλεια!, κανονικά, σωστά, προϊόν, εμπόρευμα, αγαθό, υπάρχοντα, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, καλός, κάνω καλό, χρήσιμος, βολικός, κατάλληλος, μάλιστα, ωφελώ, θετικός, αισιόδοξος, άρρωστος, ταιριάζω, απολαμβάνω, πολλά υποσχόμενος, ταιριάζω, πρέπει, δεν είναι;, έτσι δεν είναι;, που δεν είναι κολακευτικός, περδίκι, περδίκι, που κάνει καλό, καλοπληρωμένος, ωφέλιμος για όλους, καλά ενημερωμένος, ευφραδής, απρόσεκτος, με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανση, που έπιασε τόπο, εμφανώς, για καλό και για κακό, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, αρκετά καλά, Τέλος καλό, όλα καλά.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ben
σωστό(cose giuste) Dobbiamo saper distinguere il bene dal male. Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος. |
καλά(in salute) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ieri stavo male, ma oggi sto bene. Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va tutto bene oggi nella nostra città. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa macchina va bene. |
σωστά, καλά(nel giusto modo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa penna non scrive bene. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το πλυντήριο δεν λειτουργεί σωστά (or: καλά). |
καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era uno scherzo piuttosto cattivo, ma l'ha preso bene. Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hai fatto bene a dire al dottore la verità. |
καλάavverbio (in modo redditizio) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci sta andando bene con quell'investimento. |
καλόsostantivo maschile (όφελος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ho fatto per il bene di tutti noi. Το έκανα για το καλό όλων μας. |
καλόsostantivo maschile Bisognerebbe cercare sempre il bene nelle persone. |
σωστά, καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il lavoro è stato fatto bene. Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά). |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le cose stanno andando bene ultimamente; non abbiamo bisogni insoddisfatti. Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες. |
επαρκώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Siamo ben riforniti di cibo. Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il professore ha spiegato bene il materiale e abbiamo tutti capito la teoria. Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le istruzioni dicono di mescolare bene gli ingredienti prima di aggiungere le uova. Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'ho capito bene ma avevo comunque qualche domanda. Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις. |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo conosco bene. Τον ξέρω καλά. |
πολύ(molto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È ben consapevole delle sue responsabilità. Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του. |
ιδιαίτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Certo, era ben contento di vederla. Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε. |
ωραίαinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Bene", disse la maestra quando lo studente le consegnò il suo compito in tempo. |
καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Puoi guadagnare una buona paga come meccanico. Ως μηχανικός, μπορείς να βγάλεις καλά λεφτά. |
φρόνιμος, ήσυχος(συμπεριφορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ora stai buono mentre non ci sono, hai capito? Να είσαι φρόνιμος (or: ήσυχος) όσο θα λείπω, ακούς; |
σωστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fermati! Non lo stai facendo nel modo giusto. |
λοιπόν
Beh? Cosa hai da dire? Λοιπόν; Τι έχεις να πεις; |
εντάξειavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hai parcheggiato sulla strada? Va bene. Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει. |
περιουσιακό στοιχείοsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Possiede beni per oltre un milione di euro. Η αξία των περιουσιακών του στοιχείων ανέρχεται σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια. |
καλάavverbio (υγιής) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sta bene oggi anche se negli ultimi giorni si è sentita malissimo. Είναι καλά σήμερα, αν και αισθανόταν απαίσια τις τελευταίες μέρες. |
καλά, εντάξειavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ieri avevo un po' di nausea, ma oggi mi sento di nuovo bene. Είχα λίγο ναυτία χθες, αλλά νιώθω καλά πάλι σήμερα. |
όφελος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho litigato per il tuo bene; non avevo interesse nella disputa. Λογομάχησα για δικό σου όφελος. Εγώ δεν είχα κάποιο συμφέρον από τη διένεξη. |
προσόν(vantaggio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È sempre un bene avere un atteggiamento flessibile. Είναι πάντοτε προσόν να είναι κανείς εύελικτος. |
εντάξει, καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stavi male ieri. Stai bene oggi? Ήσουν άρρωστος χτες. Είσαι εντάξει σήμερα; |
καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sì, ha fatto bene la sua presentazione. Ναι, τα πήγε μια χαρά με την παρουσίαση. |
μια χαράavverbio (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) La macchina funziona sempre bene per me. Το αυτοκίνητο δουλεύει πάντα μια χαρά για μένα. |
καλά, σωστά, ωραίαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Queste scarpe stanno bene insieme al mio nuovo abito. |
προσεκτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Έβγαλε το σακάκι της και το δίπλωσε προσεκτικά. |
καλάavverbio (con successo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha scelto bene per se stesso. Adesso è un medico. Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός. |
εντάξει, καλάavverbio (ανεπίσημο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Può camminare bene ora. |
σωστάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il titolo riassumeva efficacemente la tesi principale dell'articolo. Ο τίτλος συνόψιζε σωστά το κύριο σημείο του άρθρου. |
πολύ καλάinteriezione (consenso) Va bene: stasera puoi uscire, ma devi essere a casa entro mezzanotte. Πολύ καλά λοιπόν, μπορείς να βγεις απόψε, αλλά πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα. |
εντάξει, καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stai bene? Hai fatto una brutta caduta. Είσαι OK; Έπεσες άσχημα. |
καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il nuovo programmatore è pagato bene. Ο νέος προγραμματιστής πληρώνεται πολύ καλά. |
εντάξει(ανεπίσημο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stai bene? Sembri stressato oggi. Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα. |
δεν έχω θέμαinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai mangiato le mie cose? Bene. Non preoccuparti. Έφαγες το φαγητό μου; Δεν έγινε τίποτα. Μην ανησυχείς. |
ωραίαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τέλεια, υπέροχα, άψογαinteriezione (ironico) (ειρωνικό) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ah, bene! Ha rovesciato la sua colazione sul pavimento! |
τέλεια!interiezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Hai preso i biglietti? Perfetto! Πήρες τα εισιτήρια; Σούπερ! |
κανονικά, σωστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il macchinario sembra funzionare correttamente. Το μηχάνημα φαίνεται να λειτουργεί σωστά. |
προϊόν, εμπόρευμα, αγαθό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il paese è famoso per alcune merci, ad esempio indumenti e gioielli. Η χώρα είναι γνωστή για αγαθά όπως ρούχα και κοσμήματα. |
υπάρχοντα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Tutte gli averi di Simon entrano nel bagagliaio di questa macchina. Όλα τα υπάρχοντα του Σάιμον χωράνε στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτό το κολιέ είναι ό, τι πιο πολύτιμο έχω· μου το έδωσε η γιαγιά μου πριν πεθάνει. |
αγαπάω, αγαπώ(amici, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Certo che voglio bene a mia madre. Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου. |
λατρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voglio bene a Jane; è sempre uno spasso stare insieme a lei. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ! |
καλόςverbo transitivo o transitivo pronominale (για κάποιον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'olio di fegato di merluzzo ti farà bene. Υποτίθεται πως το μουρουνέλαιο κάνει καλό. |
κάνω καλόverbo transitivo o transitivo pronominale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi ha detto che il dolore fa bene all'anima? Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για την ψυχή; |
χρήσιμος, βολικόςverbo intransitivo (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo detersivo va bene sia per pulire che per disinfettare la biancheria. Τα κουτιά παπουτσιών είναι χρήσιμα για την αποθήκευση παλιών καρτ ποστάλ και γραμμάτων. |
κατάλληλοςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vanno bene le lasagne per i tuoi genitori? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δε νομίζω πως το σούσι κάνει για το δείπνο με τους παππούδες μου. |
μάλισταinteriezione (ironico: fastidio) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ma bene! Vedo che non avete trovato il tempo di pulire casa. |
ωφελώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Più esercizio farà bene al tuo corpo. |
θετικός, αισιόδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I clienti gradiscono il prodotto e stanno pensando di piazzare un'ordinazione più consistente, il che è promettente. |
άρρωστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In questo progetto di decorazione, il verde e il rosa si intonano. |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πολλά υποσχόμενος(λόγιος, εμφατικό) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Henry è intelligente e lavora sodo: è uno studente molto promettente. |
ταιριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai fatto un buon lavoro a fare in modo che tutti i mobili di questa stanza si accordassero così bene alla carta da parati. Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία. |
πρέπει(al condizionale) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Dovresti arrivare prima che inizi il film. Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο. |
δεν είναι;interiezione (για επιβεβαίωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questo libro è tuo, no? |
έτσι δεν είναι;(particella di conferma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei vive in questo palazzo, vero? Allora conosce il signor Bianchi. |
που δεν είναι κολακευτικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quel vestito attillato non le dona affatto. |
περδίκι(dopo una malattia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Oramai è quasi una settimana che è di nuovo in forma. |
περδίκι(dopo una malattia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ciao! È bello vederti di nuovo in forma dopo così poco tempo dall'intervento. |
που κάνει καλόverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mangiare molta frutta e verdura ti fa bene. |
καλοπληρωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il banchiere ben pagato ha una grande casa e una bella macchina. |
ωφέλιμος για όλουςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una situazione vantaggiosa per tutti. |
καλά ενημερωμένοςaggettivo |
ευφραδής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απρόσεκτοςlocuzione aggettivale (idiomatico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με σφιχτή ύφανση, με πυκνή ύφανσηaggettivo (di famiglia, gruppo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έπιασε τόποlocuzione aggettivale (denaro) (για χρήματα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμφανώςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La coppa della gara di ginnastica è in bella mostra sulla mensola del camino. |
για καλό και για κακόavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prometto di starti vicino nella buona e nella cattiva sorte. |
αρκετά καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Penso che quello sia andato piuttosto bene. Abbiamo lavorato piuttosto bene insieme. Δουλέψαμε αρκετά καλά μαζί. |
αρκετά καλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρκετά καλάavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) James se l'è cavata alquanto bene all'esame. |
αρκετά καλάavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Τέλος καλό, όλα καλά.(proverbio) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ben στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ben
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.