Τι σημαίνει το bar στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bar στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bar στο Ιταλικό.

Η λέξη bar στο Ιταλικό σημαίνει bar, μπαρ, μπαρ, εστιατόριο, καφέ μπαρ, σνακ μπαρ, καφέ, καφενείο, πάγκος αναψυκτικών, μπαρ, κυλικείο, καφετέρια, μπαρ, μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ, καφέ, μπαρ, παμπ, εστιατόριο, καφετέρια, καφετέρια, μπαρόβιος, μπαρότσαρκα, μπάρμαν, μπαργούμαν, μπαρ ξενοδοχείου, καταγώγιο, μπαρμίτσβα, καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πολυτελές μπαρ, μενού, μπαράκι, παγωτατζίδικο, αθλητικό μπαρ, σούσι μπαρ, μπαρ με νεροχύτη, κλειδί αφαίρεσης παξιμαδιών, μαγαζί με χυμούς, στούντιο νυχιών, στριπτιτζάδικο, μπαράκια, πηγαίνω σε παρακμιακά μπαρ, μπαρ σε εκδήλωση όπου οι καλεσμένοι μπορούν να αγοράσουν ποτά, σκαμπό σε μπαρ, cocktail bar. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bar

bar, μπαρ

sostantivo maschile (unità di misura della pressione) (μονάδα πίεσης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Durante la tempesta la pressione è precipitata a ventotto bar.

μπαρ

sostantivo maschile (μαγαζί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il nuovo pub in paese serve molte birre diverse.
Το καινούριο μπαρ στην πόλη σερβίρει πολλά διαφορετικά είδη μπίρας.

εστιατόριο

sostantivo maschile (con pietanze) (φτηνό, πρόχειρο φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bar accanto al mio ufficio è aperto solo a pranzo.
Το εστιατόριο κοντά στο γραφείο μου είναι ανοιχτό μόνο για μεσημεριανό.

καφέ μπαρ

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Starbucks ha trasformato il bar in un'impresa internazionale.

σνακ μπαρ, καφέ, καφενείο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Durante la pausa andrò al bar a comprarci soda e pop-corn.

πάγκος αναψυκτικών

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μπαρ

sostantivo maschile (hotel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred è andato al bar per un drink dopo una lunga giornata di lavoro.
Ο Φρεντ πήγε στο μπαρ να πιει ένα ποτό μετά από μια μέρα γεμάτη συναντήσεις.

κυλικείο

sostantivo maschile (in studio TV o set cinema) (σε τηλεοπτικό στούντιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καφετέρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Συχνά τρώω στην καφετέρια του ισογείου τις εργάσιμες μέρες.

μπαρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il gruppo di amici passò la serata a bere in un bar.

μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καφέ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Questo famoso bar un tempo era il cuore intellettuale di Parigi.
Το διάσημο καφέ ήταν κάποτε το κέντρο της πνευματικής ζωής του Παρισιού.

μπαρ

(Far West)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il fuorilegge improvvisamente fece irruzione nel saloon.

παμπ

(specifico)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εστιατόριο

(specifico: pasto completo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καφετέρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci siamo dati appuntamento in un caffè.
Κανονίσαμε να συναντηθούμε σε μια καφετέρια.

καφετέρια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lavora in un bar nel porto di Dover.
Δουλεύει σε μια καφετέρια στο λιμάνι του Ντόβερ.

μπαρόβιος

sostantivo maschile (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μπαρότσαρκα

sostantivo maschile (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπάρμαν, μπαργούμαν

sostantivo maschile

μπαρ ξενοδοχείου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταγώγιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La trovò in un bar malfamato a cercare di annegare i suoi dispiaceri.

μπαρμίτσβα

sostantivo maschile (rito ebraico) (Εβραϊκή τελετή)

Mio nipote ha letto la Torah meravigliosamente al suo bar mitzvah.

καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I caffè con i tavolini all'aperto d'estate non sono molto popolari nei climi caldi
Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι.

πολυτελές μπαρ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah fu invitata al lounge bar per qualche drink. Lo Star Inn ha sia un bar vivace aperto a tutti che un comodo lounge bar.

μενού

sostantivo maschile (καφέ, μπαρ, κτλ)

Si può ordinare dal menù del bar solo fino alle 19.

μπαράκι

sostantivo maschile (μικρό έπιπλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ricordati che ho messo una nuova bottiglia di gin nel mobile bar!

παγωτατζίδικο

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bar gelateria offre più di 20 diverse guarnizioni per sundae.

αθλητικό μπαρ

sostantivo maschile

σούσι μπαρ

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπαρ με νεροχύτη

sostantivo maschile (έπιπλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειδί αφαίρεσης παξιμαδιών

sostantivo femminile (chiave per bulloni)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαγαζί με χυμούς

(locale)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στούντιο νυχιών

sostantivo maschile (salone per manicure)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Julie va in un nail bar per avere una manicure professionale.

στριπτιτζάδικο

sostantivo maschile (bar con ballerine in topless)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπαράκια

sostantivo plurale femminile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ho speso un patrimonio gironzolando tra bar e birrerie.
Έχω ξοδέψει μια περιουσία στα μπαράκια.

πηγαίνω σε παρακμιακά μπαρ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαρ σε εκδήλωση όπου οι καλεσμένοι μπορούν να αγοράσουν ποτά

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκαμπό σε μπαρ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

cocktail bar

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bar στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.