Τι σημαίνει το secca στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης secca στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του secca στο Ιταλικό.

Η λέξη secca στο Ιταλικό σημαίνει δυνατός, βασανιστικός, αβαθή, ξηρασία, ξεραίνω, καίω, ενοχλώ, ενοχλώ, σκληραίνω, ενοχλώ, πρήζω, μαζεύω, ζαρώνω, μαραζώνω, ενοχλώ, εκνευρίζω, εκνευρίζω, ενοχλώ, πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, κατεβάζω, γίνομαι εκνευριστικός, βάζω σε κόπο, ενοχλώ, ενοχλώ, πειράζω, νευριάζω, εκνευρίζω, αποξηραμένος, ξηρός, άνυδρος, με γωνίες, αποφθεγματικός, ξερός, απότομος, άμεσος, ευθύς, ξερός, άνυδρος, έχει ξηρασία, αποξηραμένος, αποξηραμένος, κοκαλιάρης, ξερός, μαραμένος, απότομος, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος, μαραμένος, απότομος, κοφτός, ωμός, ξερός, ξεραίνομαι, οξύς, κατηγορηματικός, απερίφραστος, που σπάει, πυτιρίδα, διψάω, διψώ, ξερό δαμάσκηνο, ξηρό δαμάσκηνο, αποξηραμένο δαμάσκηνο, μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ, ξηρή σήψη ξύλου, εποχή ξηρασίας, κλειστή/απότομη στροφή, ξηροδερμία, θρεπτικό σνακ για πεζοπόρους και ορειβάτες, ξηρό φατνίο, προσαραγμένος, δυνατός βήχας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης secca

δυνατός, βασανιστικός

aggettivo (tosse) (βήχας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gretchen andò dal dottore perché aveva una tosse secca.

αβαθή

sostantivo femminile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ξηρασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξεραίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sole caldo seccava il deserto.

καίω

(μεταφορικά: λόγω παγετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο παγετός έκαψε τα λουλούδια.

ενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente che salta la coda mi irrita.
Οι άνθρωποι που προσπερνάνε την ουρά με εκνευρίζουν.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non infastidire tuo fratello mentre studia.
Μην ενοχλείς τον αδερφό σου ενώ μελετά.

σκληραίνω

(κάτι: λόγω θερμότητας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vialetto è tutto infangato ora, ma presto il sole lo seccherà.
Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα.

ενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

πρήζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi turba l'idea di aver dimenticato di mettere in valigia una cosa importante.

μαζεύω, ζαρώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαραζώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quelle piante appassiranno se non le annaffi regolarmente.

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mio fratello piccolo non fa che darmi fastidio.
Ο μικρός μου αδερφός με ενοχλεί όλη την ώρα.

εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκνευρίζω, ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sorriso compiaciuto di Bob non fa altro che irritarmi!

πειράζω, ενοχλώ, εκνευρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mio figlio fa sempre i dispetti alla sorellina, non c'è verso che la lasci in pace.

κατεβάζω

(informale, bevande) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho seccato un whisky e ne ho ordinato subito un altro.

γίνομαι εκνευριστικός

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
L'insegnante stava parlando da un'ora e la sua voce acuta iniziava a dare fastidio.
Η δασκάλα μιλούσε επί μία ώρα και η τσιριχτή φωνή της άρχιζε να γίνεται εκνευριστική.

βάζω σε κόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sarah non voleva dare fastidio alla sua ospite mentre alloggiava a casa sue e per questo noleggiò una macchina.
Η Σάρα δεν ήθελε να βάλει σε κόπο την οικοδέσποινά της όσο έμενε μαζί της και έτσι νοίκιασε αυτοκίνητο.

ενοχλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I venditori ambulanti infastidiscono sempre Karen quando cammina per le strade del centro.
Πλασιέ στο δρόμο πάντα ενοχλούν την Κάρεν όταν περπατά στο κέντρο της πόλης.

ενοχλώ, πειράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non mi seccare, sto cercando di concentrarmi.

νευριάζω, εκνευρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποξηραμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'uvetta è un grappolo d'uva seccato.
Οι σταφίδες είναι αποξηραμένα σταφύλια.

ξηρός

(vino)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non le piacciono i vini secchi. Non sono abbastanza dolci per lei.

άνυδρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με γωνίες

(για πρόσωπο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφθεγματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξερός

aggettivo (τροφή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I cracker erano secchi.
Τα μπισκότα ήταν ξερά.

απότομος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άμεσος, ευθύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo netto rifiuto a parlare era molto frustrante.

ξερός, άνυδρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alcune parti della Spagna sono secche come il deserto.

έχει ξηρασία

aggettivo

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Qui in giro è secco da un paio di mesi.

αποξηραμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αποξηραμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La frutta secca è un ottimo snack.
Τα αποξηραμένα φρούτα είναι ένα καλό σνακ.

κοκαλιάρης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jessica non è semplicemente snella, è secca.
Η Τζέσικα δεν είναι απλώς αδύνατη, είναι κοκαλιάρα.

ξερός, μαραμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απότομος

aggettivo (μτφ: συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος, μαραμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La foglia raggrinzita si ridusse in polvere tra le due dita.

απότομος, κοφτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non dovresti fare commenti duri al tuo capo.

ωμός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'affermazione brusca di Sally ha scioccato i suoi amici.
Το ωμό σχόλιο της Σάλι σόκαρε τους φίλους της.

ξερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'uomo guardò le pianure aride di quel paese caldo.
Ο άντρας κοιτούσε τις ξερές πεδιάδες της ζεστής χώρας του.

ξεραίνομαι

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ellen ha usato il pane del giorno prima per preparare il pane grattugiato.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν σου φαίνεται ξερό (or: ξεραμένο) το ψωμί, μπορείς να το βουτήξεις στο γάλα σου.

οξύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha dato un forte sculaccione al bambino.

κατηγορηματικός, απερίφραστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha smentito in modo deciso che stesse giocando d'azzardo.

που σπάει

aggettivo (μεταφορικά: φωνή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La voce acuta della professoressa mise fine ai sogni ad occhi aperti di Ben.

πυτιρίδα

(scaglie, cute secca)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διψάω, διψώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξερό δαμάσκηνο, ξηρό δαμάσκηνο, αποξηραμένο δαμάσκηνο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Si dice che le prugne secche abbiano un effetto lassativo.
Τα ξερά δαμάσκηνα λέγεται πως έχουν καθαρτικές ιδιότητες.

μείγμα ξηρών καρπών, φρούτων κλπ

sostantivo femminile (per merenda, spuntino, ecc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξηρή σήψη ξύλου

sostantivo femminile (del legno)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo trovato putrefazione secca nelle travi del tetto e abbiamo dovuto rifarlo completamente.
Ανακαλύψαμε ξηρή σήψη στα δοκάρια της οροφής και έπρεπε να αντικαταστήσουμε ολόκληρη την οροφή.

εποχή ξηρασίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella stagione dei monsoni non è assolutamente più fresco che nella stagione secca.
Την εποχή των μουσώνων δεν έχει περισσότερη δροσιά από ότι την εποχή της ξηρασίας!

κλειστή/απότομη στροφή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξηροδερμία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pelle secca che ho sui gomiti è fastidiosa e dolorosa quando si impiglia dentro le maniche.

θρεπτικό σνακ για πεζοπόρους και ορειβάτες

(snack)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξηρό φατνίο

sostantivo femminile (odontoiatria)

προσαραγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δυνατός βήχας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La tosse secca dell'anziana tenne tutti quanti svegli la notte.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του secca στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.