Τι σημαίνει το attività στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης attività στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του attività στο Ιταλικό.
Η λέξη attività στο Ιταλικό σημαίνει δραστηριότητα, ζωντάνια, δραστηριότητα, δραστηριότητα, κινητικότητα, δραστηριότητα, δραστηριότητα, απασχόληση, επιχειρηματικές δραστηριότητες, επιχείρηση, λειτουργία, πίστωση, λειτουργία, ζωντάνια, δραστηριότητα, κινητικότητα, κίνηση, εγχείρημα, το τι κάνει κάποιος, δουλειά, δουλειά, δραστηριότητα, άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης, προώθηση προϊόντων, τεχνική πωλήσεων, έμπορος, ρευστοποίηση, μελέτη, εθελοντική εργασία, πτωχεύω, κλείνω, κίνηση, θέατρο, συνεταιρισμός, ημιαπασχολούμενος συνταξιούχος, λειτουργώ, έντονη ζωή, μεταλλευτική, πώληση, συναντήσεις για παιχνίδι υπό επίβλεψη ενήλικα, που κάνει γυμναστική, που γυμνάζεται, νοικοκυριό, σκέψη, το κέντρο της δράσης, τομέας, κλάδος, διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων, υπαίθρια δραστηριότητα, κοινωνική δραστηριότητα, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, γραφειοκρατική εργασία, μαθήματα, ανθρώπινη δραστηριότητα, ατομική εκπαίδευση, ατομική διδασκαλία, εκπαιδευτική δραστηριότητα, ψυχαγωγική δραστηριότητα, χρόνος λειτουργίας δικτύου, σωματική δραστηριότητα, εργασία έργου, αγοραπωλησία ακινήτων, φύλλο εργασίας, μικρή βιοτεχνία, υπεύθυνος σημάτων, βαβούρα, τέχνη, σωματική άσκηση, λήψη αποφάσεων, φανταριλίκι, φανταρικό, ιατρική πράξη, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης, κυκλοφορούν ενεργητικό, ύποπτες δραστηριότητες, ενεργητικό και παθητικό, πάγιο ενεργητικό, αθλητικές δραστηριότητες, εργασιακά καθήκοντα, αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο, καίριας σημασίας, υψίστης σημασίας, κοινωνική δραστηριότητα, συνεχής προσπάθεια, παραγωγικός, επιστρέφω, επανέρχομαι, δεύτερη δουλειά, σωματική άσκηση, ξαναεμπλέκομαι σε κτ, ρευστοποιήσιμος, δανειοδότηση, λιανική επιχείρηση, συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας, πάγιο περιουσιακό στοιχείο, πάγιο ενεργητικό, ευαισθητοποίηση, σφύζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης attività
δραστηριότηταsostantivo femminile (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le attività illecite della società la misero nei guai con la polizia. Οι παράνομες δραστηριότητες της εταιρίας, της δημιούργησαν προβλήματα με την αστυνομία. |
ζωντάνια(ενεργητικότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attività nel parco giochi dimostrava l'animo allegro dei bambini. Η ζωντάνια στην παιδική χαρά αντικατόπτριζε τη χαρούμενη διάθεση των παιδιών. |
δραστηριότηταsostantivo femminile (bambini, scuola) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prescuola aveva molte attività per tenere occupati i bambini. Ο παιδικός σταθμός έχει πολλές δραστηριότητες για να απασχολούνται τα παιδιά. |
δραστηριότητα, κινητικότηταsostantivo femminile (lavoro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attività nell'area operativa può sembrare caotica, ma gli operai stanno costruendo automobili in modo efficiente. Η δραστηριότητα στις εγκαταστάσεις παραγωγής φαίνεται ανοργάνωτη, ωστόσο οι εργάτες κατασκευάζουν αυτοκίνητα με αποτελεσματικότητα. |
δραστηριότηταsostantivo femminile (hobby, passatempo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua attività preferita era giocare a golf. |
δραστηριότητα, απασχόλησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lettura è la principale attività di un recensore di libri. Η βασική δραστηριότητα ενός κριτικού βιβλίων είναι η ανάγνωση. |
επιχειρηματικές δραστηριότητεςsostantivo plurale femminile Gestiamo le attività della nostra società dal nostro quartier generale a Londra. Διευθύνουμε τις δραστηριότητες της εταιρείας από τα κεντρικά μας στο Λονδίνο. |
επιχείρηση(azienda o negozio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo il corso di formazione ho subito aperto la mia attività. |
λειτουργίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non possiamo fermare l'attività della centrale elettrica. |
πίστωση(contabilità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le registrazioni in attivo sono state inserite nella colonna delle attività del libro mastro. |
λειτουργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fu dichiarato morto quando cessò l'attività cerebrale. |
ζωντάνιαsostantivo femminile (lavoro, affari) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δραστηριότητα, κινητικότηταsostantivo femminile (del mercato) (μεταφορικά: έντονη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'economia sta mostrando una certà vivacità nonostante l'aumento del prezzo del petrolio. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il piano delle vendite è molto indaffarato oggi - c'è molto movimento. Το τμήμα πωλήσεων έχει πολύ δουλειά σήμερα, υπάρχει πολλή κίνηση. |
εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Νταν έχει ξεκινήσει ένα λογοτεχνικό εγχείρημα· γράφει ένα μυθιστόρημα. |
το τι κάνει κάποιος(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Parla sempre dei fatti dei suoi vicini. Πάντοτε μιλάει για το τι κάνουν οι γείτονές του. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non mi piace questo lavoro. Posso fare qualcos'altro? Δεν μου αρέσει αυτή η δουλειά. Μπορώ να κάνω κάτι άλλο; |
δουλειάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sta facendo dei lavori nel negozio. |
δραστηριότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La scalata è l'attività preferita di Jon. |
άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Η βιομηχανία ξόδεψε εκατομμύρια για την άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης, ούτως ώστε να διαφυλάξει τις φορολογικές απαλλαγές της. |
προώθηση προϊόντων, τεχνική πωλήσεων
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Abbiamo 250.000 sterline da spendere in merchandising e promozione. Λάβαμε 250.000 λίρες για να τις ξοδέψουμε σε προώθηση προϊόντων και διαφήμιση. |
έμποροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρευστοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per la liquidazione nel negozio, tutti i prodotti erano a prezzo scontato. |
μελέτη(attività) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo studio richiede un'attenta pianificazione del proprio tempo. |
εθελοντική εργασία
|
πτωχεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλείνω(cessare l'attività) (επιχείρηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo che il medico è stato ucciso hanno dovuto chiudere la clinica. Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η δουλειά πάει καλά· το κατάστημα είχε πολλή κίνηση σήμερα. |
θέατρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'intera famiglia lavora nel teatro da generazioni. Ολόκληρη η οικογένεια ασχολείτο με το θέατρο εδώ και πολλές γενιές. |
συνεταιρισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La fattoria è gestita come un collettivo. |
ημιαπασχολούμενος συνταξιούχοςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λειτουργώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'azienda è in attività dal 1922. |
έντονη ζωήsostantivo femminile L'attività frenetica della città disorientava Jim, che era appena arrivato dalla sua fattoria. Η έντονη ζωή πόλης αποπροσανατόλιζε τον Τζιμ που μόλις είχε φτάσει από το αγρόκτημά του. |
μεταλλευτικήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Daniel ha trovato lavoro nell'attività estrattiva dopo aver terminato gli studi universitari. Ο Ντάνιελ βρήκε δουλειά στη βιομηχανία εξόρυξης όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. |
πώλησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non sono molto bravo nella vendita, ma so gestire le persone. Δεν είμαι πολύ καλή στο πούλημα, αλλά ξέρω να διευθύνω άλλους. |
συναντήσεις για παιχνίδι υπό επίβλεψη ενήλικα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Nel centro educativo i bambini cantarono canzoni per tutta la mattina. La madre portava il suo bambino al centro per l'infanzia dal lunedì al venerdì. |
που κάνει γυμναστική, που γυμνάζεταιsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νοικοκυριό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το κέντρο της δράσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La stazione telegrafica ad Alice Springs è diventata il centro di attività della zona. |
τομέας, κλάδοςsostantivo maschile (affari) (επαγγελματική δραστηριότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nel suo ramo, è normale pagare solo in contanti. L'azienda eliminerà due settori d'attività che non stanno producendo buoni risultati. Στον κλάδο του, συνηθίζεται οι πληρωμές να γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. Η εταιρεία θα καταργήσει δύο επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες δεν είναι αποδοτικές. |
διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il responsabile delle attività di animazione della nave da crociera ha programmato un ballo, un talent show e una serata di giochi. |
υπαίθρια δραστηριότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Adoro praticare attività all'aperto. |
κοινωνική δραστηριότηταsostantivo plurale femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότηταςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Decisero di vendere alcune acquisizioni recenti e di concentrarsi sulla loro attività principale. |
γραφειοκρατική εργασία
Molti medici sono disillusi circa il loro lavoro per via dei compiti amministrativi che bisogna svolgere. Πολλοί γιατροί απογοητεύονται από τη δουλειά τους γιατί υπάρχουν πολλά διοικητικά καθήκοντα που πρέπει να ολοκληρωθούν. |
μαθήματα(didattica) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ανθρώπινη δραστηριότηταsostantivo femminile Egli ribatté che il surriscaldamento globale è causato dall'attività umana. |
ατομική εκπαίδευση, ατομική διδασκαλία
|
εκπαιδευτική δραστηριότηταsostantivo femminile La visita degli studenti al museo è stata un'attività didattica piacevole. |
ψυχαγωγική δραστηριότηταsostantivo femminile Le attività di svago all'aperto sono più apprezzate dopo un inverno lungo. |
χρόνος λειτουργίας δικτύου(υπολογιστές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σωματική δραστηριότηταsostantivo femminile Il medico ha detto a mio figlio di fare un'intensa attività fisica, per esempio il nuoto. |
εργασία έργου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγοραπωλησία ακινήτωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φύλλο εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μικρή βιοτεχνία
|
υπεύθυνος σημάτωνsostantivo maschile (con gru) (για καθοδήγηση γερανού) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
βαβούραsostantivo femminile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Preferisco la frenesia della grande città alla quiete della campagna. |
τέχνη
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο πατέρας της Ναν ήταν ξυλουργός και έμαθε την τέχνη από εκείνον. |
σωματική άσκηση
|
λήψη αποφάσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un manager deve avere buona capacità decisionale. |
φανταριλίκι, φανταρικόsostantivo femminile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιατρική πράξη(cura, esame) |
άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κυκλοφορούν ενεργητικόsostantivo plurale femminile (οικονομικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le attività correnti sono importanti per le compagnie perché forniscono il denaro per finanziare le operazioni giornaliere. |
ύποπτες δραστηριότητεςsostantivo plurale femminile Ho sentito che i suoi parenti sono coinvolti in attività piuttosto losche. |
ενεργητικό και παθητικόsostantivo plurale femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάγιο ενεργητικόsostantivo plurale femminile (economia: stato patrimoniale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sua ricchezza era completamente vincolata in attività immobilizzate. |
αθλητικές δραστηριότητεςsostantivo plurale femminile |
εργασιακά καθήκονταsostantivo plurale femminile |
αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo aver dichiarato bancarotta l'azienda sospese l'attività. |
κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτοverbo transitivo o transitivo pronominale (επιχειρήσεις) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sto pianificando di chiudere l'attività il mese prossimo. Σκοπεύω να κλείσω την επιχείρηση τον επόμενο μήνα. |
καίριας σημασίας, υψίστης σημασίαςaggettivo (για τη λειτουργία) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κοινωνική δραστηριότηταsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχής προσπάθειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραγωγικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιστρέφω, επανέρχομαι(teatro, cinema) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεύτερη δουλειά
Presta denaro e come attività extra vende macchine usate. Χορηγεί δάνεια σε μετρητά και έχει μια δεύτερη δουλειά ως πωλητής μεταχειρισμένων αμαξιών. |
σωματική άσκηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξαναεμπλέκομαι σε κτ
|
ρευστοποιήσιμοςsostantivo femminile (finanza) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le attività di pronto realizzo sono utili quasi quanto le attività liquide. |
δανειοδότηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banca guadagna con l'attività creditizia. |
λιανική επιχείρηση
|
συνήθεις συνθήκες δραστηριότηταςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πάγιο περιουσιακό στοιχείο, πάγιο ενεργητικό
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ευαισθητοποίηση(delle coscienze) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφύζωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il mercato ferveva di attività. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του attività στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του attività
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.