Τι σημαίνει το emettere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης emettere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emettere στο Ιταλικό.
Η λέξη emettere στο Ιταλικό σημαίνει βγάζω, αποβάλλω, αντλώ, αναδίδω, αποπνέω, εκπνέω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αναδίδω, αποπνέω, εκπέμπω, εκδίδω, εκπέμπω, αναδίνω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκω, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, επιβάλλω, διανέμω, απεκκρίνω, εκπέμπω, αναδίδω, εκπέμπω, στέλνω, αναδίδω, εκπέμπω, λέω, ξεστομίζω, αρθρώνω, εκφέρω, κουδουνίζω, μουγκρίζω, βγάζω καπνούς, αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πως, κόβω επιταγή, εκπέμπω, αναδίδω, εκπέμπω θερμότητα, εκδίδω ένταλμα, εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, βαριαναστενάζω, αποδοκιμάζω, δρω ως laser, αερίζομαι, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχο, σφυρίζω, εξοργίζομαι, αγανακτώ, ορίζω με διάταγμα, τσιρίζω, στριγκλίζω, φέγγω, λάμπω, εκδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης emettere
βγάζω(una sentenza) (απόφαση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La giuria ha pronunciato un verdetto di non colpevolezza. Ο δικαστής έβγαλε απόφαση πως δεν είναι ένοχος. |
αποβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pacco non identificato emetteva un odore nocivo. |
αντλώ(formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναδίδω, αποπνέωverbo transitivo o transitivo pronominale (esprimere) (βγάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aprì la porta della cantina ed emise un grido. |
εκπνέω(respiro, suono, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron emise una nuvola di fumo. |
εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αναδίδω, αποπνέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκπέμπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La stufa emette abbastanza calore da mantenere calda la stanza. |
εκδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (una decisione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La giuria ha emesso un verdetto di non colpevolezza. |
εκπέμπω, αναδίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αποβάλλω, εκδιώκωverbo transitivo o transitivo pronominale (διώχνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il metro, quando funziona in modo normale, emette un segnale acustico ogni ora. |
εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιβάλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (diritto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giudice ha emesso una sentenza di cinque anni di prigione per il criminale. |
διανέμω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prossimo mese distribuiranno le nuove carte soci. Θα δώσουν νέες κάρτες μελών τον άλλο μήνα. |
απεκκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autocisterna stava scaricando migliaia di galloni di petrolio nel mare. |
εκπέμπω, αναδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Judy emana un forte odore di profumo ogni volta che passa. Όταν περνάει η Τζούντυ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά κολόνιας. |
εκπέμπω, στέλνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La stazione radio sta mandando un segnale. Ο ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει σήμα. |
αναδίδω, εκπέμπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liza emana un'aria di grazia e sofisticatezza. |
λέω, ξεστομίζω(informale, figurato: dire) (λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna cacciò un urlo quando il gatto le saltò addosso così dal nulla. |
αρθρώνω, εκφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian non ha proferito parola durante la riunione. |
κουδουνίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sentivo le chiavi di Betty che le tintinnavano nella tasca. |
μουγκρίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cody ha salutato il collega che gli ha grugnito in risposta. Ο Κόντυ χαιρέτησε τον συνάδελφό του που μούγκρισε για απάντηση. |
βγάζω καπνούς(generico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποφαίνομαι ότι, αποφαίνομαι πωςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo lunga riflessione, la giuria emise un verdetto di non colpevolezza. |
κόβω επιταγή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το τιμολόγιο εγκρίθηκε και έτσι θα σου κόψω σήμερα μια επιταγή. |
εκπέμπω, αναδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (θερμότητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tradizionali lampade a incandescenza emettono principalmente calore; la luce è un sottoprodotto. Οι παραδοσιακοί λαμπτήρες πυρακτώσεως αρχικά εκπέμπουν θερμότητα. Το φως είναι υποπροϊόν. |
εκπέμπω θερμότηταverbo transitivo o transitivo pronominale La lampadina accesa emette calore. |
εκδίδω ένταλμαverbo transitivo o transitivo pronominale (nei confronti di un individuo) (νομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκδίδω απόφαση ασφαλιστικών μέτρωνverbo transitivo o transitivo pronominale (formale, legale) (νομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La celebrità ha ottenuto rimedio quando il giudice ha emesso un'ordinanza nei confronti del suo stalker. |
βαριαναστενάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Max emise un forte sospiro. |
αποδοκιμάζωinteriezione (disapprovazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anziana signora fece "tz, tz" quando il ragazzino la spintonò. |
δρω ως laserverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αερίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un bebè può emettere flatulenze fino a venti volte al giorno. |
αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (εναντίον κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La giuria emise un verdetto contrario agli imputati che furono condannati a pagare danni per milioni di dollari. |
κάνω έναν ήχο, βγάζω έναν ήχοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mia auto emette un suono stridulo ogni volta che schiaccio il pedale del freno. |
σφυρίζω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν θέτω το στεγνωτήριο σε λειτουργία, αρχίζει να παράγει έναν οξύ μεταλλικό ήχο. |
εξοργίζομαι, αγανακτώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ορίζω με διάταγμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσιρίζω, στριγκλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il bambino ha di nuovo emesso un suono stridulo svegliando sua madre. Το μωρό τσίριζε πάλι με αποτέλεσμα να ξυπνήσει τη μητέρα του. |
φέγγω, λάμπω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τα φώτα νέον ακτινοβολούσαν (or: λαμποκοπούσαν) στον ουρανό. |
εκδίδω(ακάλυπτη επιταγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth ha beccato qualcuno che cercava di emettere un assegno falso in banca. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emettere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του emettere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.