Τι σημαίνει το girante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης girante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του girante στο Ιταλικό.

Η λέξη girante στο Ιταλικό σημαίνει ρότορας, δρομέας, στροφείο, περιστρεφόμενος, ταξιδεύω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, περιστρέφω, γυρίζω, στρίβω, ταξιδεύω, κάνω στην άκρη, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω, κάνω βόλτες, γυρίζω, πατάω, πιέζω, γυρίζω, αναποδογυρίζω, αλλάζω θέση, που κυκλοφορεί, δουλεύω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, γυρίζω, κινούμαι, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι, γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω, στρίβω, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κάνω, -, περιστρέφομαι, στρίβω, στρέφω, περιστρέφω, στρίβω, περιστρέφομαι, κάνω βόλτα, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, ταξιδεύω, πηγαίνω, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, τινάζω, περιστρέφω, στρίβω, κυκλοφορώ, βγαίνω, κυκλοφορώ, κινηματογραφώ, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης girante

ρότορας, δρομέας

sostantivo maschile (μηχανολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στροφείο

sostantivo femminile (μηχανική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιστρεφόμενος

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ταξιδεύω

(viaggiare: informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio lavoro mi consente di girare parecchio. Quest'anno sono stato in Corea, Australia e Sudafrica.
Σίγουρα ταξιδεύω στη δουλειά μου. Φέτος πήγα στην Κορέα, την Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.

γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una manovella)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa torcia si alimenta girando la manovella.

περιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gira la ruota più veloce che puoi.
Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς.

γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I dischi di vinile girano sopra il piatto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alla fine dell'isolato gira a sinistra.
Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά.

ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo girato l'Italia l'estate scorsa.
Ταξιδέψαμε σε όλη την Ιταλία πέρυσι το καλοκαίρι.

κάνω στην άκρη

(di veicolo: abbandonare una strada) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha girato il vaso in modo che fronteggiasse la stanza.
Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο.

γυρίζω

(figurato: testa) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mark girò e girò finché non gli girò la testa.
Ο Μαρκ έκανε σβούρες γύρω γύρω μέχρι που το κεφάλι του γύριζε.

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cinematografico) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stanno girando il film in Canada.
Γυρίζουν την ταινία στον Καναδά.

γυρίζω

verbo intransitivo (sbandamento) (μεταφορικά: το κεφάλι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Elena girava la testa mentre cercava di assorbire tutte le informazioni. // Queste montagne russe mi fanno girare la testa.
Αυτό το τρενάκι με κάνει να ζαλίζομαι.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω

(cinematografia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hanno girato tutto il giorno ma hanno ottenuto le scene che volevano.

κάνω βόλτες

verbo intransitivo (in auto) (με όχημα)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Sally girava per la città a bordo della sua nuova macchina e salutava con la mano i suoi amici.

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sottosopra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha girato il foglio di modo che non potessi vedere cosa c'era scritto.

πατάω, πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (attivare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha girato l'interruttore e l'albero di Natale si è acceso.

γυρίζω, αναποδογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τιμ γύρισε την κάρτα για να δει από πίσω.

αλλάζω θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian azionò l'interruttore e la luce si accese.
Ο Ίαν μετακίνησε τον διακόπτη και τα φώτα άναψαν.

που κυκλοφορεί

(diceria, voce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κυκλοφορούν φήμες ότι μπορεί να φύγεις από την εταιρεία.

δουλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Μαρία άφησε το πρόγραμμα του υπολογιστή να τρέχει όλη νύχτα.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il volano gira quando viene data corrente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luce diurna si muove intorno alla Terra mentre questa ruota.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Giri/min si riferisce alla velocità con cui un disco gira sul piatto.

περιστρέφομαι, γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bebè vide il coperchio roteare e rise. // Ciascuno dei cavalli accuratamente dipinti divenne visibile mentre la giostra girava.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

κινούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να κινούμαι για να διατηρήσω το βάρος μου. Κινείται συνέχεια, δεν μένει ποτέ για πολύ σε ένα μέρος.

στριφογυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo chef girò l'omelette per rosolare appena l'altra parte.

στρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan girò il tappo del barattolo per aprirlo.
Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

(περιστροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devi girare a sinistra al bivio.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

-

verbo intransitivo (colloquiale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gira con un le persone sbagliate.
Κάνει παρέα με λάθος άτομα.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La banderuola segnavento roteava nel vento.

στρίβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una volta raggiunto l'albero, gira a sinistra.

στρέφω, περιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry afferrò il braccio di Rick e lo girò verso la casa.

στρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il braccio della gru ruotò per prendere il carico.

κάνω βόλτα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Adam passeggiava sulla spiaggia.
Ο Άνταμ περπατούσε κατά μήκος της παραλίας.

στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω

verbo intransitivo (ανάλογα το είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le pale del mulino roteavano lentamente al vento.

ταξιδεύω

verbo intransitivo (informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ieri Parigi, la prossima settimana Sydney. Giri parecchio tu!

πηγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mario dovrebbe smettere di girare da un posto all'altro e trovare un lavoro fisso.

βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hai detto che avresti tosato l'erba ma non hai fatto altro che girare per casa tutto il giorno.

τινάζω

(con un dito) (με το δάχτυλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Κέιτ τίναξε τα ψίχουλα από το τραπέζι με το δάχτυλό της.

περιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Girate il pollo una volta durante la cottura.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυκλοφορώ

(malattie)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη.

βγαίνω

verbo intransitivo (da una strada) (από τον δρόμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il navigatore satellitare disse a Evie di svoltare all'uscita successiva.

κυκλοφορώ

verbo intransitivo (voci, notizie) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gira voce che stai mettendo le corna a Tim.
Κυκλοφορεί μια φήμη ότι απατάς τον Τιμ.

κινηματογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oggi il regista ha filmato tre scene del film.
Ο σκηνοθέτης έχει ήδη γυρίσει τρεις σκηνές από την ταινία.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ci sono voci in giro.
Κυκλοφορούν φήμες.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του girante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.