Τι σημαίνει το assente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης assente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assente στο Ιταλικό.

Η λέξη assente στο Ιταλικό σημαίνει απών, απών, απόμακρος, απών, απών, αφηρημένος, απών, αφηρημένος, αποσυντονισμένος, απών, άδειος, κενός, κενός, δέχομαι, αποδέχομαι, συμφωνώ, αδικαιολογήτως απών, αδικαιολογήτως απών, αδιάφορα, απών, απούσα, παίρνω άδεια από τη σημαία, απών, απουσιάζω από κτ, είμαι απών από κτ, αδικαιολογήτως απών, έξω, εκτός, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης assente

απών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Agli assenti saranno tolti dei punti dal voto finale.

απών

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mina vuole avere un sostegno finanziario dal marito assente.

απόμακρος

(sguardo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mentre nonna parlava della sua infanzia il suo sguardo era assente.

απών

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Quando Nadia guardò sul tavolo il giorno seguente, il libro era assente.
Όταν η Νάντια κοίταξε στο τραπέζι το επόμενο πρωί, το βιβλίο δεν υπήρχε.

απών

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il giorno in cui Marlene era assente, l'insegnante fece un compito a sorpresa.
Την ημέρα που έλειπε η Μαρλέν, ο δάσκαλος έβαλε απροειδοποίητο διαγώνισμα.

αφηρημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Matt fissava la televisione con un'espressione assente.
Ο Ματ χάζευε την τηλεόραση με μια αφηρημένη έκφραση στο πρόσωπό του.

απών

(non esserci) (επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Mi spiace, John è partito. Tornerà domani.
Με συγχωρείτε, ο Τζον λείπει. Θα γυρίσει αύριο πίσω.

αφηρημένος, αποσυντονισμένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rimase deconcentrata tutto il giorno dopo aver preso le nuove medicine per l'allergia.

απών

sostantivo maschile

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
La festa a sorpresa è stato un fallimento, visto che era assente l'ospite d’onore.

άδειος, κενός

aggettivo (mente) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando Hazel prese la matita per iniziare il compito di matematica, la sua mente era vuota.
Όταν η Χέιζελ έπιασε το μολύβι της για να ξεκινήσει το τεστ των μαθηματικών, το μυαλό της ήταν κενό.

κενός

aggettivo (sguardo) (μεταφορκά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'insegnante capì dall'espressione assente della studentessa che non si stava concentrando.

δέχομαι, αποδέχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al telefono ascoltavo mia madre solo per metà. Cercavo giusto di dire sì e dire no nei momenti giusti.

αδικαιολογήτως απών

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Quando i soldati trovarono vuoto il letto del loro commilitone si resero conto che questi era assente ingiustificato.

αδικαιολογήτως απών

aggettivo

Si rifiutò di tornare alla base dopo la licenza, così fu dichiarato assente ingiustificato.
Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών.

αδιάφορα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απών, απούσα

sostantivo maschile

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Non importa quale sia la ragione; se non eri presente a scuola, e non hai una giustificazione dei genitori, sei un assente ingiustificato.

παίρνω άδεια από τη σημαία

(μεταφορικά)

απών

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

απουσιάζω από κτ, είμαι απών από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jasmine non era presente alla festa di domenica.
Η Τζάσμιν έλειπε από το πάρτι την Κυριακή.

αδικαιολογήτως απών

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

έξω, εκτός

(assente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi spiace, il dottore è fuori.
Φοβάμαι ότι ο γιατρός λείπει αυτήν τη στιγμή.

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori dei figli che marinano la scuola dovrebbero essere multati.
Θα πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή στους γονείς των παιδιών που κάνουν κοπάνα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.