Τι σημαίνει το futuro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης futuro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του futuro στο Ιταλικό.
Η λέξη futuro στο Ιταλικό σημαίνει μέλλον, μελλοντικός, Μέλλοντας, μελλοντικός, μέλλον, κάποια στιγμή, μελλοντικός, μέλλον, μέλλοντας, υποψήφιος, επόμενος, ερχόμενος, αγέννητος, επερχόμενος, ξοφλημένος, πρωτοποριακός, προοδευτικός, κάποτε, για πολύ καιρό ακόμα, θα, στο άμεσο μελλον, στο άμεσο μέλλον, στο εγγύς μέλλον, σύντομα, στο μέλλον, μελλοντικά, για το άμεσο μέλλον, μακρινό μέλλον, μελλοντικό γεγονός, μακροπρόθεσμο σχέδιο, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, συντελεσμένος μέλλοντας, άμεσο μέλλον, μέλλων σύζυγος, μελλοντικός σύζυγος, προγραμματισμός, συντελεσμένος μέλλοντας, προοπτική, θα, προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλον, προβλέπω το μέλλον, λέω το μέλλον, μου λένε τη μοίρα μου, προβλέπω το μέλλον, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, προβλέπω, στο μέλλον, γαμπρός, χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, κοιτάζω μπροστά, του συντελεσμένου μέλλοντα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης futuro
μέλλονsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo farò in futuro. Θα το κάνω στο μέλλον. |
μελλοντικόςaggettivo (grammatica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Metti il verbo al tempo futuro. |
Μέλλονταςsostantivo maschile (grammatica) "Will" è usato spesso per esprimere il futuro in inglese. |
μελλοντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I futuri progetti di lavoro devono contemplare anche un budget. Τα μελλοντικά επαγγελματικά σχέδια πρέπει να περιλαμβάνουν προϋπολογισμό. |
μέλλον
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi piacerebbe sapere quale è l'avvenire di questo paese. |
κάποια στιγμήaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il prigioniero attendeva con ansia la futura scarcerazione. Ο κρατούμενος προσδοκούσε να αφεθεί ελεύθερος κάποια στιγμή. |
μελλοντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La giornata di presentazione ha dato la possibilità all'insegnante di incontrare i suoi futuri studenti. |
μέλλονsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μέλλονταςsostantivo maschile (grammatica) (γραμματική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nella grammatica inglese il futuro ha due forme: "I will" e "I am going to". |
υποψήφιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fortunatamente lo sposo va d'accordo con i suoi futuri suoceri. Ευτυχώς, ο γαμπρός τα πάει καλά με τα μελλοντικά πεθερικά του. |
επόμενος, ερχόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Mi compiaccio di poter lavorare con voi nelle settimane future. Ανυπομονώ για τη συνεργασία μας τις επόμενες εβδομάδες. |
αγέννητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il bambino non ancora nato si sviluppa nel grembo materno. |
επερχόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo corso per prendere il treno in arrivo. |
ξοφλημένος(che non ha più successo) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mano a mano che invecchiava iniziò a sentirsi finito. |
πρωτοποριακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η εταιρεία υπερηφανεύεται που εισάγει στην αγορά προϊόντα που είναι πρωτοποριακά για την εποχή τους. |
προοδευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci consideriamo un'organizzazione che guarda avanti. |
κάποτε(futuro imprecisato) (στο μέλλον) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Un giorno le persone potrebbero abitare su pianeti lontani. Κάποτε οι άνθρωποι μπορεί να ζουν σε μακρινούς πλανήτες. |
για πολύ καιρό ακόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ambiente risente dei disastri causati dalle fuoriuscite di petrolio, anche molto avanti nel tempo. |
θα
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Non sollevare quelle borse pesanti. Te le porterà Peter. |
στο άμεσο μελλονlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο άμεσο μέλλονlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο εγγύς μέλλον, σύντομαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I risultati degli esami saranno annunciati nell'immediato futuro, ma non sappiamo esattamente quando. |
στο μέλλον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μελλοντικάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για το άμεσο μέλλον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μακρινό μέλλονsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Prima di fare progetti per il lontano futuro assicuriamoci di poter sfamare tutti adesso. |
μελλοντικό γεγονόςsostantivo maschile (κάτι που θα συμβεί στο μέλλον) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La newsletter presenta una lista di eventi futuri molto interessanti nei dintorni. |
μακροπρόθεσμο σχέδιοsostantivo maschile Il nostro progetto a lungo termine consiste nel costruire tre nuove strutture nei prossimi vent'anni. |
μακροπρόθεσμος σχεδιασμόςsostantivo femminile Gli alti dirigenti utilizzano la pianificazione a lungo termine per portare avanti l'obiettivo dell'azienda. |
συντελεσμένος μέλλονταςsostantivo maschile (grammatica) (γραμματική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Io avrò fatto è un esempio di verbo declinato alla prima persona singolare al futuro anteriore. |
άμεσο μέλλονsostantivo maschile Non ho in programma di fare viaggi all'estero nell'immediato futuro. |
μέλλων σύζυγος, μελλοντικός σύζυγοςsostantivo maschile Joan si rifiuta di andare a vivere con il suo futuro marito prima del matrimonio. |
προγραμματισμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συντελεσμένος μέλλονταςsostantivo maschile (grammatica) |
προοπτικήsostantivo plurale femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Senza un diploma non può pensare di avere molte prospettive per il futuro. |
θα(desueto) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) "Non uccidere" è uno dei dieci comandamenti presenti nella Torah. |
προβλέπω το μέλλον, βλέπω το μέλλονverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La veggente sosteneva di poter prevedere il futuro. |
προβλέπω το μέλλονverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Afferma di poter prevedere il futuro leggendo la mano.
Se potessi prevedere il futuro, forse mi spaventerei a morte. Υποστηρίζει ότι μπορεί να προβλέψει το μέλλον διαβάζοντας απλώς το χέρι σου. Αν μπορούσα να προβλέψω το μέλλον, μπορεί να με τρομοκρατούσε. |
λέω το μέλλονverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se potessi predire il futuro, probabilmente mi spaventerei a morte. |
μου λένε τη μοίρα μουverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προβλέπω το μέλλον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον(figurato) (μεταφoρικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στο μέλλονlocuzione avverbiale (figurato) |
γαμπρόςsostantivo maschile (σε πάρτι μπάτσελορ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il futuro sposo e i suoi amici sono andati a Dublino nel fine settimana. |
χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτικήlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick odiava il suo lavoro senza prospettive. Ο Ρικ μισούσε τη δουλειά του, η οποία δεν είχε καμία προοπτική. |
κοιτάζω μπροστά(figurato) (μεταφορικά) L'azienda guarda al futuro e spera di espandere il proprio business. Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της. |
του συντελεσμένου μέλλονταlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του futuro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του futuro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.