Τι σημαίνει το ruota στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ruota στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ruota στο Ιταλικό.
Η λέξη ruota στο Ιταλικό σημαίνει ρόδα, ρόδα, τροχός, ρόδα, τροχός μύλου, βελάκι σε ταμπλό επιτραπέζιου παιχνιδιού, περιστροφικός διακόπτης, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, γυρίζω, κάνω κύκλους, κυλάω, κυλώ, περιστρέφομαι, στρέφω, περιστρέφω, περιστρέφομαι, περιστρέφω, στρίβω, γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στρίβω, περιστρέφομαι γύρω από κτ, στρέφω, περιστρέφω, πηδάλιο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, με το χέρι πάνω από τον ώμο, κατά πόδας, γρανάζι, γρανάζι, οδοντωτός τροχός, γρανάζι, γρανάζι, υδροτροχός, ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίο, ρόδα, ρεζέρβα, ρόδα, ρόδα, τροχός για μέτρηση, τροχός ρουλέτας, περιστροφέας, κινητήριος τροχός, ακολουθώ, κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλι, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, με τροχούς από κτ, τελευταίος τροχός της αμάξης, full skirt, ρεζέρβα, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, ρεζέρβα, παξιμάδι τροχού, τροχός της τύχης, παρείσακτος, στείρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ruota
ρόδαsostantivo femminile (veicoli) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le ruote dell'autobus giravano e giravano. Οι ρόδες του λεωφορείου γύριζαν γύρω γύρω. |
ρόδαsostantivo femminile (ginnastica) (γυμναστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lena fa una bella ruota, ma sta ancora lavorando per perfezionare la sua rovesciata. |
τροχόςsostantivo femminile (di carro) (καροτσιού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Una delle ruote si spezzò quando il carro improvvisamente colpì una roccia. |
ρόδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ruota accanto al mulino stava girando. // Usa la rotellina del mouse per scorrere verso il basso. |
τροχός μύλουsostantivo femminile (specifico: mulino) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βελάκι σε ταμπλό επιτραπέζιου παιχνιδιού(giochi da tavolo) (επιτραπέζια παιχνίδια) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περιστροφικός διακόπτης(comando di dispositivo) Sarah ha girato la manopola della lavatrice per selezionare il ciclo di lavaggio corretto. Η Σάρα γύρισε τον περιστροφικό διακόπτη στο πλυντήριο για να επιλέξει το σωστό πρόγραμμα πλύσης. |
περιστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La Terra ruota intorno al proprio asse. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È incredibile come il mondo ruoti su se stesso continuamente. |
κάνω κύκλουςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυλάω, κυλώverbo intransitivo (avanzare ruotando) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ruote del carro armato ruotarono in avanti. |
περιστρέφομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il palcoscenico ruota, rivelando una seconda scenografia. |
στρέφω, περιστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Belinda ruotò il braccio della gru in posizione. |
περιστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il braccio della gru ruotò per prendere il carico. |
περιστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Girate il pollo una volta durante la cottura. |
στρίβω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarebbe opportuno ruotare il vaso per poter vedere il motivo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος. |
περιστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il volano gira quando viene data corrente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι. |
περιστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La luce diurna si muove intorno alla Terra mentre questa ruota. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. |
περιστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Giri/min si riferisce alla velocità con cui un disco gira sul piatto. |
περιστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan girò il tappo del barattolo per aprirlo. Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει. |
περιστρέφομαι γύρω από κτ(περιστροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρέφω, περιστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry afferrò il braccio di Rick e lo girò verso la casa. |
πηδάλιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il capitano prese il timone. Ο καπετάνιος πήρε το πηδάλιο. |
με το χέρι πάνω από τον ώμοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με το χέρι πάνω από τον ώμοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά πόδας(ακολουθώ, στο χώρο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
γρανάζι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Όταν γυρίζεις αυτήν τη χειρολαβή, τα γρανάζια περιστρέφονται. |
γρανάζι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una ruota dentata rotta ha bloccato il meccanismo. Ένα σπασμένο γρανάζι προκάλεσε το μηχανισμό να σταματήσει να γυρίζει. |
οδοντωτός τροχός
|
γρανάζιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γρανάζιsostantivo femminile (meccanica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υδροτροχόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρόδα(navigazione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρεζέρβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tengo una ruota di scorta nel bagagliaio della mia auto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχω μια ρεζέρβα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου. |
ρόδαsostantivo femminile (σε λούνα πάρκ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La London Eye è una delle ruote panoramiche più alte del mondo. C'è una vista fantastica dall'alto di una ruota panoramica. Το Μάτι του Λονδίνου είναι μια από τις υψηλότερες ρόδες του κόσμου. Η θέα που απολαύσαμε από την κορυφή μιας ρόδας ήταν φανταστική. |
ρόδαsostantivo femminile (λούνα παρκ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τροχός για μέτρησηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τροχός ρουλέταςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
περιστροφέαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κινητήριος τροχόςsostantivo femminile |
ακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ποδήλατο χωρίς πετάλιverbo intransitivo (ciclismo) (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ragazzo andò a ruota libera giù per la collina ripida, stringendo con forza il manubrio della sua bicicletta. |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραaggettivo (figurato) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stata una discussione a ruota libera che ha toccato mille argomenti: dal lavoro alle storie d'amore. |
με τροχούς από κτlocuzione aggettivale (spesso usato al plurale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le auto con i cerchi in lega possono andare più veloce di quelle con i cerchi in acciaio. Τα αυτοκίνητα με τροχούς από κράματα μπορούν να τρέξουν περισσότερο από εκείνα που έχουν ατσάλινος τροχούς. |
τελευταίος τροχός της αμάξηςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nella grande multinazionale io sono solo una ruota dell'ingranaggio. Είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης στην τεράστια εταιρία. |
full skirtsostantivo femminile (μόδα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ρεζέρβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parlò senza sosta delle varie celebrità che aveva conosciuto. |
ρεζέρβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutte le automobili devono avere la ruota di scorta. Κάθε αυτοκίνητο πρέπει να έχει ρεζέρβα. |
παξιμάδι τροχούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τροχός της τύχηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παρείσακτοςsostantivo femminile (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στείρα(nautica, imbarcazioni) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il dritto di prua è perpendicolare alla linea di galleggiamento. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ruota στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ruota
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.