Τι σημαίνει το teso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης teso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του teso στο Ιταλικό.

Η λέξη teso στο Ιταλικό σημαίνει έχω... τάση, τεντώνω, σφίγγω, τεντώνω, τραβάω το λουρί, τεντώνω, σφίγγω, απλώνω, τεντώνω, τεντώνω, απλωμένος, τεντωμένος, τεταμένος, σφιγμένος, συναισθηματικά φορτισμένος, τεντωμένος, σφιγμένος, αισθάνομαι αγχωμένος για κτ, που πάνε να σπάσουν, φορτισμένος, ηλεκτρισμένος, τεντωμένος, νευρικός, τεντωμένος, ανήσυχος, τσιτωμένος, μπριζωμένος, πριζωμένος, αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος, νευρικός, -, τεταμένος, φορτισμένος, αγχωμένος, τσιτωμένος, τραβηγμένος, σφιγμένος, βεβιασμένος, τεταμένος, νευρικός, νευρικός, νευρικός, νευρικός, ταραγμένος, ανήσυχος, τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος, νευρικός, ξαναμμένος, εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος, που έχει αγχωθεί, συναρπαστικός, τσιτωμένος, είμαι αγχωμένος, νευρικός, ανήσυχος, σφικτός, φορτισμένος, δυνατός, ισχυρός, έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ, συνηθίζω να κάνω κτ, ακούω, επιρρεπής, στήνω παγίδα σε κάποιον, έχω την τάση να, τείνω να, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, αγγίζω τα όρια, επιρρεπής σε κτ, απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας, υπερεκτείνω, που έχει την τάση να κάνει κτ, αιφνιδιάζω, μετακινούμαι, κλίνω προς, τείνω προς, σκύβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης teso

έχω... τάση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il titolo tende al rialzo.
Η μετοχή έχει ανοδική τάση.

τεντώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (τόξο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'arciere tende l'arco e poi rilascia la freccia.

σφίγγω

(muscoli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Φοβήθηκα όταν έσφιξε τις γροθιές του.

τεντώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω το λουρί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cane voleva rincorrere il gatto così tanto, che tirava il guinzaglio.

τεντώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore non tirare troppo quel maglione, lo rovinerai.
Σε παρακαλώ μην τραβάς το πουλόβερ σου, θα το καταστρέψεις.

σφίγγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert irrigidì i muscoli delle gambe, pronto a correre.
Ο Ρόμπερτ έσφιξε τους μύες στα πόδια του έτοιμος να τρέξει.

απλώνω, τεντώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (parte del corpo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim tese la mano per stringere quella di Karen. Ho allungato la gamba sinistra per mostrare al dottore la strana escrescenza.
Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα.

τεντώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gonfiore dello stomaco tendeva la cintura.

απλωμένος, τεντωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεταμένος

(μεταφορικά: ατμόσφαιρα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le cose erano tese alla riunione perché le persone avevano opinioni molto diverse sul problema.
Η κατάσταση ήταν τεταμένη στη συνάντηση επειδή ο κόσμος είχε πολύ διαφορετικές απόψεις πάνω στο θέμα.

σφιγμένος

(muscoli)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I muscoli tesi di Tony dimostravano quanto era nervoso.

συναισθηματικά φορτισμένος

aggettivo (figurato: carica emotiva)

Alla riunione c'era un'atmosfera tesa.

τεντωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La corda è così tesa che non si muove quando la si tira.
Ο σπάγκος είναι τόσο τεντωμένος που ούτε καν κινείται όταν τον τραβάς.

σφιγμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I muscoli tesi di Carol iniziarono finalmente a rilassarsi sotto il tocco esperto della massaggiatrice.
Οι σφιγμένοι μύες της Κάρολ άρχισαν επιτέλους να χαλαρώνουν κάτω από τα έμπειρα χέρια της μασέζ.

αισθάνομαι αγχωμένος για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire è tesa al pensiero dell'appuntamento di domani dal dentista.

που πάνε να σπάσουν

(nervi, ecc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tania non era sicura di avere i nervi sufficientemente saldi per reggere ancora.

φορτισμένος, ηλεκτρισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'aria era carica di tensione dopo il recente litigio della coppia.
Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη εξαιτίας της πρόσφατης διαφωνίας του ζευγαριού.

τεντωμένος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Brian ha stretto la mano protesa dell'amico.

νευρικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Philip si sentiva inquieto mentre aspettava i risultati.
Ο Φίλιπ ήταν νευρικός ενώ περίμενε για τα αποτελέσματά του.

τεντωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tirate la fune ben tesa e annodatela.
Κράτα τον σπάγκο τεντωμένο και δέσε τον.

ανήσυχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'uomo estrasse una pistola e la situazione divenne tesa.

τσιτωμένος, μπριζωμένος, πριζωμένος

aggettivo (ανεπ: νευρικός)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος

aggettivo (ansioso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νευρικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quel suono strano mi rende agitato.
Ο παράξενος ήχος με ανησύχησε.

τεταμένος, φορτισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La scena finale è concitata ed emotivamente tesa.
Η τελευταία σκηνή είναι γρήγορη και συναισθηματικά φορτισμένη.

αγχωμένος, τσιτωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Al momento è al lavoro su tre grandi progetti; non mi sorprende che sia così stressato.

τραβηγμένος

aggettivo (espressione del viso) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il viso teso del capo faceva capire che aveva passato l'intera notte in ufficio.
Το τραβηγμένο (or: ταλαιπωρημένο) πρόσωπο του αφεντικού υποδήλωνε πως είχε περάσει όλο το βράδυ στο γραφείο.

σφιγμένος, βεβιασμένος

aggettivo (χαμόγελο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A causa del forte mal di testa, Gavin poté solo salutare con un sorriso teso.

τεταμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le cose sono tese a casa Smith da quando la mamma del signor Smith si è trasferita da loro.

νευρικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trevor sta aspettando i risultati dell'esame ed è tutt'oggi che è nervoso.
Ο Τρέβορ περιμένει τα αποτελέσματα των εξετάσεων και είναι στην τσίτα όλη τη μέρα.

νευρικός

aggettivo (persona) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli studenti erano molto agitati prima dell'esame.

νευρικός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Divento irritabile quando mi fai domande personali.

νευρικός, ταραγμένος, ανήσυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'intervistatore mi fece aspettare così a lungo che iniziai a diventare nervoso.

τσιτωμένος, τεζαρισμένος, τεταμένος

(idiomatico) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

νευρικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si bilanciano l'un l'altra: lui rilassato e lei tesa.

ξαναμμένος

aggettivo (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Larry era nervoso durante la sua presentazione.

εκνευρισμένος, συγχυσμένος, νευριασμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει αγχωθεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono ansioso al pensiero di tutto il lavoro che mi ritrovo in questo periodo. "Smettetela di litigare voi tre!", urlò la madre stressata ai suoi figli.

συναρπαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nessuno fiatò durante l'avvincente episodio finale del nostro programma televisivo preferito.

τσιτωμένος

aggettivo (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mio marito è spesso nervoso quando torna a casa dal lavoro.
Ο άντρας μου είναι συχνά τσιτωμένος όταν γυρνάει σπίτι από την δουλειά.

είμαι αγχωμένος

aggettivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Perché sei così nervoso? È solo una prova di spelling!
Γιατί είσαι τόσο πολύ αγχωμένος; Ένα τεστ ορθογραφίας είναι!

νευρικός, ανήσυχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σφικτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Frustare le uova fino a quando non diventano dure.
Χτύπα τα ασπράδια του αβγού μέχρι να γίνουν σφικτά.

φορτισμένος

(συναισθηματικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δυνατός, ισχυρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fuori soffiava un vento teso che scuoteva i rami degli alberi.

έχω την τάση να κάνω κτ, τείνω να κάνω κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julia tende ad irritarsi se qualcuno fa la minima critica al suo lavoro.
Η Τζούλια έχει την τάση να αναστατώνεται εάν κάποιος κάνει την παραμικρή κριτική για τη δουλειά της.

συνηθίζω να κάνω κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono solita fare i compiti prima di cenare.
Συνήθως, κάνω τα μαθήματά μου πριν από το δείπνο.

ακούω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιρρεπής

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στήνω παγίδα σε κάποιον

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli abbiamo teso una trappola per vedere se avevamo ragione a pensare che rubasse dalla cassa.

έχω την τάση να, τείνω να

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certi scrittori tendono all'esagerazione.
Ορισμένοι συγγραφείς τείνουν να υπερβάλλουν.

τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Allungò la mano e mi accarezzò sulla guancia.

αγγίζω τα όρια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το να συνεργαστείς με ένα άτομο που έχει καταδικαστεί για απάτη αγγίζει τα όρια της τρέλας!

επιρρεπής σε κτ

Sono incline all'emicrania; mi viene almeno una volta al mese.
·

απλωμένο χέρι ως ένδειξη φιλίας

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molti paesi hanno teso la mano al regime che ha però reagito alle preghiere con il silenzio.

υπερεκτείνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που έχει την τάση να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alan è incline a prendersi dei giorni liberi senza dare nessuna spiegazione.
Ο Άλαν έχει την τάση να παίρνει ρεπό χωρίς να μπαίνει στον κόπο να δώσει κάποια εξήγηση.

αιφνιδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giaguaro tese un agguato al cacciatore che dormiva.
Το τζάγκουαρ επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον κυνηγό που κοιμόταν.

μετακινούμαι

verbo intransitivo (μεταφορικά: ιδεολογία, απόψεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molti partiti di sinistra sembrano aver teso a destra negli ultimi anni.

κλίνω προς, τείνω προς

verbo intransitivo (μεταφορικά)

La visione del mondo di Peggy pende verso il giusto.

σκύβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (verso il basso) (έμφαση στην κατεύθυνση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Greg ha allungato il braccio per dare un fiore alla ragazzina.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του teso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.