Τι σημαίνει το uscita στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης uscita στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του uscita στο Ιταλικό.
Η λέξη uscita στο Ιταλικό σημαίνει βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω έξω, τα έχω με κπ, αναμένεται να κυκλοφορήσει, απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι, φεύγω, βγαίνω, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, φεύγω, ξεπαρκάρω, αποσυνδέομαι, βγαίνω, αποσυνδέομαι, βγαίνω, έξω από, -, -, έξω, εκτός, δημοσιεύομαι, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, βγαίνω, εκδίδω, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, αποσυνδέομαι, βγαίνω, βγαίνω, ξεπετάγομαι από κτ, κλείνω, -, βγαίνω, αράζω, πέφτω, κάνω στην άκρη, βγαίνω από κτ, συνοδός, το έξω, έξοδος, αποσύνδεση, αποσύνδεση, έξοδος, έξοδος, πύλη αναχώρησης, έξοδος, πύλη αφίξεων, πύλη, έξοδος, παραγωγή, έξοδος, έξοδος, έξοδος, έκδοση, κυκλοφορία, εκδρομή, εξόρμηση, εκροή, διαρροή, κπ που εγκαταλείπει κτ, δαπάνη, βγαίνω, τα έχω με κπ, τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο, εκκολάπτομαι, εξάγω, βγάζω, κερδίζω, νικώ, εξωθούμαι, απομακρύνω, τρέχω, κόβω, που έχει φρικάρει, το σκάω, σύνδρομο εγκλεισμού, φλερτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης uscita
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non uscire senza la giacca, fuori fa freddo. |
βγαίνω(per fare [qlcs]) (για διασκέδαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Usciamo stasera! Potremmo andare al cinema. |
βγαίνω, δημοσιεύομαι(essere pubblicato) (για βιβλία, ταινίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il suo nuovo libro uscirà in autunno. Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο. |
βγαίνωverbo intransitivo (film: nei cinema) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In Francia i nuovi film escono il mercoledì. |
βγαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esci dal buio e fermati qui sotto la luce dove posso vederti. Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω. |
βγαίνω έξωverbo intransitivo Hai chiesto a tua mamma se puoi uscire a giocare? Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις; |
τα έχω με κπverbo intransitivo (informale) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lola e Archie sono solo amici oppure escono insieme? Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν; |
αναμένεται να κυκλοφορήσειverbo intransitivo (essere pubblicato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nuovo numero della rivista uscirà la prossima settimana. |
απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ti ci vorrà tempo e denaro per uscire da questo casino. |
φεύγω(a piedi) (περπατώντας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È bello vestirsi bene e uscire per una serata in città. Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης. |
εμφανίζομαι, φανερώνομαιverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli orsi escono dal letargo in primavera. Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
φεύγω, ξεπαρκάρωverbo intransitivo (di veicolo) (αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ricorda di controllare lo specchietto e indicare che stai uscendo. |
αποσυνδέομαιverbo intransitivo (informatica: disconnettersi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non dimenticarti di uscire quando hai finito di usare il computer. Μην ξεχάσεις να αποσυνδεθείς όταν τελειώσεις με τον υπολογιστή. |
βγαίνωverbo intransitivo (a piedi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uscì da casa con le chiavi in mano. Invece di gridare ha deciso di uscire dall'ufficio in silenzio. Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά. |
αποσυνδέομαιverbo intransitivo (siti internet) (από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando hai finito di fare shopping, dovresti uscire dal sito. Όταν τελειώσεις με τα ψώνια πρέπει να βγεις από την ιστοσελίδα. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È uscito il sole. Ο ήλιος βγήκε. |
έξω απόverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È uscita di casa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βγήκε έξω από το σπίτι. |
-verbo intransitivo (pubblicazioni) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È uscito il suo nuovo romanzo. Το νέο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È in carcere da un anno ma uscirà la settimana prossima. Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα. |
έξω, εκτός
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi spiace, è uscito un momento. Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό. |
δημοσιεύομαιverbo intransitivo (essere pubblicato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avviso uscirà sul giornale di domani. |
πετάγομαι, βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alla notizia gli sono usciti gli occhi dalle orbite. Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της. |
βγαίνω για σεργιάνιverbo intransitivo (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tre amici decisero di uscire venerdì sera per sentire un po' di musica. |
βγαίνω(από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel ha detto al capo cosa pensava di lui ed è uscita dalla stanza. |
εκδίδω(rivista: essere pubblicato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La rivista esce il 5 di ogni mese. |
προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα(domande) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il senatore sapeva che sarebbero uscite delle domande circa la sua campagna. Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του. |
αποσυνδέομαιverbo intransitivo (informatica) (Η/Υ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non dimenticare di uscire dalla tua e-mail quando usi un computer condiviso. Μην ξεχνάς να αποσυνδέεσαι από τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σου, όταν χρησιμοποιείς κοινόχρηστο υπολογιστή. Πρέπει να αποσυνδεθώ πριν γυρίσει η μητέρα μου. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando ha suonato l'allarme, sono usciti tutti dalle uscite di sicurezza. Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου. |
βγαίνωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da tutta questa confusione forse uscirà qualcosa di buono. Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό. |
ξεπετάγομαι από κτverbo intransitivo Il pulcino è finalmente uscito dal guscio. Το κλωσσόπουλο βγήκε επιτέλους από το αυγό του. |
κλείνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esci da Word prima di spegnere il computer. Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Gli è venuta un'irritazione al collo. Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il treno si fermò accanto alla piattaforma e tutti i passeggeri scesero. |
αράζω(figurato: con gli amici) (ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oggi esco coi ragazzi; vado al pub di Frankie. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non mi sono accorto che avevo la borsa aperta; il mio cellulare è caduto e si è rotto. Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια. |
κάνω στην άκρη(di veicolo: abbandonare una strada) (στον παράδρομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγαίνω από κτ
Il fumo esalava dalla ciminiera. Καπνός βγήκε από την καμινάδα. |
συνοδός(maschio) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
το έξωverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Uscire costa più che stare a casa. |
έξοδοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Terminata la partita, gli spettatori si avviarono verso l'uscita. Όταν τέλειωσε το παιχνίδι οι θεατές πήραν τον δρόμο τους για την έξοδο. |
αποσύνδεσηsostantivo femminile (informatica: account) (από υπολογιστή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποσύνδεσηsostantivo femminile (informatica: account) (για υπολογιστή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξοδοςsostantivo femminile (luogo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξοδοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'uscita è sul retro del palazzo. Non sembrava esserci un'uscita dal labirinto del Minotauro. |
πύλη αναχώρησηςsostantivo femminile (aeroporto: per imbarcarsi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξοδος(superstrade, ecc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πύλη αφίξεωνsostantivo femminile (per passeggeri) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πύλη, έξοδος(aeroporto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραγωγή(cosa che esce) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο βασικός πελάτης της εταιρείας αγοράζει το 70% των της παραγωγής. |
έξοδοςsostantivo femminile (azione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξοδος(persone) (άνθρωποι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Melanie ha superato l'uscita e ha dovuto aspettare la successiva per tornare indietro. |
έκδοση, κυκλοφορίαsostantivo femminile (pubblicazione, messa in onda) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'uscita della prima storia di Sherlock Holmes risale al 1887. |
εκδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa mattina abbiamo fatto una breve passeggiata fino al villaggio vicino. Σήμερα το πρωί πήγαμε μια μικρή εκδρομή στο διπλανό χωριό. |
εξόρμηση(colloquiale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκροή, διαρροήsostantivo femminile (liquidi) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è stata una fuoriuscita di sostanze chimiche tossiche nella fabbrica. Υπήρχε εκροή τοξικών χημικών από το εργοστάσιο. |
κπ που εγκαταλείπει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δαπάνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini non riuscivano ad uscire dall'edificio perché c'era un incendio. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγουν απ' το κτίριο γιατί είχε πάρει φωτιά. |
τα έχω με κπ(informale: avere una relazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sta uscendo con mio cugino. Τα έχει με τον ξάδερφό μου. |
τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο(volgare) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκκολάπτομαι(uovo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο Πήτερ παρακολουθούσε τα κοτόπουλα να βγαίνουν από τα αυγά τους. |
εξάγω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω, νικώ(informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha una mentalità vincente e sono convinto che ce la farà. |
εξωθούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo metallo si estrude facilmente. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ufficiali evacuarono tutte le persone presenti nell'isola a causa dell'uragano in arrivo. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κόβω(assunzione di droghe) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dave ha smesso con l'eroina due anni fa e da allora è rimasto pulito. Ο Ντέιβ έκοψε την ηρωίνη πριν από δύο χρόνια και από τότε είναι καθαρός. |
που έχει φρικάρειverbo intransitivo (αργκό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando vide il disastro che i ladri avevano fatto, uscì completamente dai gangheri. Φρίκαρε τελείως όταν είδε το χαμό που άφησαν πίσω τους οι διαρρήκτες. |
το σκάωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il piano del ladro era di afferrare i diamanti e uscire velocemente. Quando vidi la mia ex-moglie uscii in fretta dalla porta posteriore. |
σύνδρομο εγκλεισμούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φλερτ(relazione) (προσπάθεια προσέγγισης) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Uscire con qualcuno è diventato più difficile ora che sono un cinquantenne. Οι σχέσεις έχουν γίνει πιο περίπλοκες τώρα που είμαι στα πενήντα μου. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του uscita στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του uscita
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.