Τι σημαίνει το uscito στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης uscito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του uscito στο Ιταλικό.
Η λέξη uscito στο Ιταλικό σημαίνει βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω έξω, τα έχω με κπ, αναμένεται να κυκλοφορήσει, απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι, φεύγω, βγαίνω, εμφανίζομαι, φανερώνομαι, φεύγω, ξεπαρκάρω, αποσυνδέομαι, βγαίνω, αποσυνδέομαι, βγαίνω, έξω από, -, -, έξω, εκτός, δημοσιεύομαι, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, βγαίνω, εκδίδω, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, αποσυνδέομαι, βγαίνω, βγαίνω, ξεπετάγομαι από κτ, κλείνω, -, βγαίνω, αράζω, πέφτω, κάνω στην άκρη, βγαίνω από κτ, συνοδός, το έξω, βγαίνω, τα έχω με κπ, τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο, εκκολάπτομαι, εξάγω, βγάζω, κερδίζω, νικώ, εξωθούμαι, απομακρύνω, τρέχω, κόβω, που έχει φρικάρει, το σκάω, σύνδρομο εγκλεισμού, φλερτ, φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου, έρχομαι στο προσκήνιο, σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτού, γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών, βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό, βγαίνω από κτ, βγαίνω, φεύγω από την πεπατημένη, τρελαίνομαι, τσαντίζομαι, τα παίζω, τα χάνω, ξεφεύγω από κτ, βγάζω έξω τη γάτα, τα έχω με κπ, τελειώνω με δραματικό τρόπο, ανακοινώνω πως είμαι γκέι, βγαίνω για να τα πιω, φρικάρω, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, εκτροχιάζομαι, κάνω σκαμπίλια, βγαίνω, σκαρφαλώνω έξω, εξοργίζομαι, παθαίνω άνοια, τα παίζω, το σκάω, βγαίνω βιαστικά, φεύγω στα κρυφά, την κάνω, του δίνω, φεύγω βιαστικά, ορμάω έξω, εκκολάπτομαι, αναβλύζω, αναβρύζω, βγαίνω, κάνω παρέα με κπ, πετώ, συναναστρέφομαι, τονίζω, βγάζω κπ/κτ με καπνό, προσκαλώ, αφήνω κπ να βγει έξω, τρελαίνω, φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα, σκαρφαλώνω έξω από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης uscito
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non uscire senza la giacca, fuori fa freddo. |
βγαίνω(per fare [qlcs]) (για διασκέδαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Usciamo stasera! Potremmo andare al cinema. |
βγαίνω, δημοσιεύομαι(essere pubblicato) (για βιβλία, ταινίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il suo nuovo libro uscirà in autunno. Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο. |
βγαίνωverbo intransitivo (film: nei cinema) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In Francia i nuovi film escono il mercoledì. |
βγαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esci dal buio e fermati qui sotto la luce dove posso vederti. Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω. |
βγαίνω έξωverbo intransitivo Hai chiesto a tua mamma se puoi uscire a giocare? Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις; |
τα έχω με κπverbo intransitivo (informale) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lola e Archie sono solo amici oppure escono insieme? Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν; |
αναμένεται να κυκλοφορήσειverbo intransitivo (essere pubblicato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nuovo numero della rivista uscirà la prossima settimana. |
απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ti ci vorrà tempo e denaro per uscire da questo casino. |
φεύγω(a piedi) (περπατώντας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È bello vestirsi bene e uscire per una serata in città. Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης. |
εμφανίζομαι, φανερώνομαιverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli orsi escono dal letargo in primavera. Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
φεύγω, ξεπαρκάρωverbo intransitivo (di veicolo) (αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ricorda di controllare lo specchietto e indicare che stai uscendo. |
αποσυνδέομαιverbo intransitivo (informatica: disconnettersi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non dimenticarti di uscire quando hai finito di usare il computer. Μην ξεχάσεις να αποσυνδεθείς όταν τελειώσεις με τον υπολογιστή. |
βγαίνωverbo intransitivo (a piedi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uscì da casa con le chiavi in mano. Invece di gridare ha deciso di uscire dall'ufficio in silenzio. Βγήκε από το διαμέρισμα με τα κλειδιά στο χέρι. Αντί να φωνάζει αποφάσισε να βγει από το γραφείο σιωπηλά. |
αποσυνδέομαιverbo intransitivo (siti internet) (από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando hai finito di fare shopping, dovresti uscire dal sito. Όταν τελειώσεις με τα ψώνια πρέπει να βγεις από την ιστοσελίδα. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È uscito il sole. Ο ήλιος βγήκε. |
έξω απόverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È uscita di casa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βγήκε έξω από το σπίτι. |
-verbo intransitivo (pubblicazioni) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È uscito il suo nuovo romanzo. Το νέο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) È in carcere da un anno ma uscirà la settimana prossima. Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα. |
έξω, εκτός
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi spiace, è uscito un momento. Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό. |
δημοσιεύομαιverbo intransitivo (essere pubblicato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avviso uscirà sul giornale di domani. |
πετάγομαι, βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alla notizia gli sono usciti gli occhi dalle orbite. Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της. |
βγαίνω για σεργιάνιverbo intransitivo (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tre amici decisero di uscire venerdì sera per sentire un po' di musica. |
βγαίνω(από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel ha detto al capo cosa pensava di lui ed è uscita dalla stanza. |
εκδίδω(rivista: essere pubblicato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La rivista esce il 5 di ogni mese. |
προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα(domande) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il senatore sapeva che sarebbero uscite delle domande circa la sua campagna. Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του. |
αποσυνδέομαιverbo intransitivo (informatica) (Η/Υ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non dimenticare di uscire dalla tua e-mail quando usi un computer condiviso. Μην ξεχνάς να αποσυνδέεσαι από τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σου, όταν χρησιμοποιείς κοινόχρηστο υπολογιστή. Πρέπει να αποσυνδεθώ πριν γυρίσει η μητέρα μου. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando ha suonato l'allarme, sono usciti tutti dalle uscite di sicurezza. Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου. |
βγαίνωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da tutta questa confusione forse uscirà qualcosa di buono. Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό. |
ξεπετάγομαι από κτverbo intransitivo Il pulcino è finalmente uscito dal guscio. Το κλωσσόπουλο βγήκε επιτέλους από το αυγό του. |
κλείνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esci da Word prima di spegnere il computer. Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Gli è venuta un'irritazione al collo. Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il treno si fermò accanto alla piattaforma e tutti i passeggeri scesero. |
αράζω(figurato: con gli amici) (ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oggi esco coi ragazzi; vado al pub di Frankie. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non mi sono accorto che avevo la borsa aperta; il mio cellulare è caduto e si è rotto. Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια. |
κάνω στην άκρη(di veicolo: abbandonare una strada) (στον παράδρομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγαίνω από κτ
Il fumo esalava dalla ciminiera. Καπνός βγήκε από την καμινάδα. |
συνοδός(maschio) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
το έξωverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Uscire costa più che stare a casa. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini non riuscivano ad uscire dall'edificio perché c'era un incendio. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγουν απ' το κτίριο γιατί είχε πάρει φωτιά. |
τα έχω με κπ(informale: avere una relazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sta uscendo con mio cugino. Τα έχει με τον ξάδερφό μου. |
τα παίρνω, τα παίρνω άσχημα, τα παίρνω στο κρανίο(volgare) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκκολάπτομαι(uovo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο Πήτερ παρακολουθούσε τα κοτόπουλα να βγαίνουν από τα αυγά τους. |
εξάγω, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω, νικώ(informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha una mentalità vincente e sono convinto che ce la farà. |
εξωθούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo metallo si estrude facilmente. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ufficiali evacuarono tutte le persone presenti nell'isola a causa dell'uragano in arrivo. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κόβω(assunzione di droghe) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dave ha smesso con l'eroina due anni fa e da allora è rimasto pulito. Ο Ντέιβ έκοψε την ηρωίνη πριν από δύο χρόνια και από τότε είναι καθαρός. |
που έχει φρικάρειverbo intransitivo (αργκό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando vide il disastro che i ladri avevano fatto, uscì completamente dai gangheri. Φρίκαρε τελείως όταν είδε το χαμό που άφησαν πίσω τους οι διαρρήκτες. |
το σκάωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il piano del ladro era di afferrare i diamanti e uscire velocemente. Quando vidi la mia ex-moglie uscii in fretta dalla porta posteriore. |
σύνδρομο εγκλεισμούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φλερτ(relazione) (προσπάθεια προσέγγισης) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Uscire con qualcuno è diventato più difficile ora che sono un cinquantenne. Οι σχέσεις έχουν γίνει πιο περίπλοκες τώρα που είμαι στα πενήντα μου. |
φεύγω από το σπίτι μου, φεύγω από το πατρικό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se ne andò di casa a 17 anni è andò all'università in un'altra regione. |
έρχομαι στο προσκήνιο(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mentre discutevano vennero fuori tutte le loro differenze. |
σπάω τα νεύρα σε κπ, βγάζω κπ εκτός εαυτούverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il continuo pianto del bimbo ha fatto uscire di testa James. |
γίνομαι θηρίο, γίνομαι έξω φρενών(figurato, informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio padre si è imbestialito quando gli ho detto che ero andato a sbattere. |
βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per il tuo compleanno andremo tutti insieme a pranzo fuori. |
βγαίνω από κτverbo intransitivo (κυριολεκτικά) È uscito dall'ascensore ed è si è diretto nella hall. |
βγαίνω(informale: appuntamento romantico) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ti va di uscire con me questo venerdì sera? Ti passo a prendere alle otto. Θέλεις να βγούμε το βράδυ της Παρασκευής; Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ. |
φεύγω από την πεπατημένηverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρελαίνομαιverbo intransitivo (colloquiale, figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se non spengono questa musica a tutto volume andrò fuori di testa! |
τσαντίζομαι(figurato) (καθομιλουμένη: θυμώνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando vedrà come le ho distrutto la macchina uscirà dai gangheri! |
τα παίζω, τα χάνω(figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεφεύγω από κτ(μεταφορικά) Έχοντας τρεις δουλειές, ο Μάνι κατάφερε να ξεφύγει από την φτώχεια. |
βγάζω έξω τη γάταverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non dimenticarti di fare uscire il gatto prima di andare a letto stasera! |
τα έχω με κπ(έχω σχέση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τελειώνω με δραματικό τρόπο(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακοινώνω πως είμαι γκέι(omosessualità) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνω για να τα πιωverbo intransitivo (alcolici) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φρικάρω(figurato) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mia madre uscirà dai gangheri quando scoprirà che le ho ammaccato la macchina. |
τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο(figurato: arrabbiarsi) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτροχιάζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω σκαμπίλια(veicoli) (καθομ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκαρφαλώνω έξωverbo intransitivo (από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Uscii fuori dalla grotta arrampicandomi e arrivai sulla spiaggia. |
εξοργίζομαιverbo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παθαίνω άνοια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα παίζωverbo intransitivo (colloquiale, figurato) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Poverino, stai andando fuori di testa dalla preoccupazione. |
το σκάω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick era solito uscire di soppiatto dalla finestra dopo che i suoi genitori erano andati a dormire. Ο Ρικ συνήθιζε να το σκάει από το παράθυρο όταν οι γονείς του πήγαιναν για ύπνο. |
βγαίνω βιαστικάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siamo usciti di corsa a prendere dei fermaci prima che chiudesse la farmacia. Βγήκαμε βιαστικά να πάρουμε κάποια φάρμακα πριν κλείσει το φαρμακείο. |
φεύγω στα κρυφάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lei attese fino a che nessuno guardava e poi uscì di soppiatto dalla porta sul retro. Περίμενε μέχρι που δεν κοίταζε κανείς και ξεγλίστρησε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. |
την κάνω, του δίνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devo uscire di corsa prima che chiudano i negozi! |
φεύγω βιαστικάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Odio uscire di corsa, ma sto facendo tardi a lavoro. |
ορμάω έξω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo aver litigato con il suo capo uscì infuriato dal palazzo. |
εκκολάπτομαιverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναβλύζω, αναβρύζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bambina scavò un buco nella sabbia e osservò l'acqua che ne sgorgava fuori. Το κοριτσάκι έσκαψε μια τρύπα στην άμμο και έβλεπε το νερό να αναβλύζει. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω παρέα με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando ha la ragazza non esce più con i suoi amici. Από τη στιγμή που βρήκε κοπέλα σταμάτησε να κάνει παρέα με τους φίλους του. |
πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναναστρέφομαι(socializzare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è messo con un gruppo di furfanti e ha cominciato a marinare la scuola. |
τονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una spruzzata di limone fresco farà uscire il sapore di quel salmone grigliato. Μια δόση φρέσκου χυμού λεμονιού θα τονίσει τη γεύση του ψητού σολομού. |
βγάζω κπ/κτ με καπνόverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (appuntamento amoroso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ha chiesto di uscire. Της ζήτησε να βγουν. |
αφήνω κπ να βγει έξωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non dimenticare di fare uscire il gatto prima di chiudere per la notte. Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω! |
τρελαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quella musica hip-hop mi fa diventare proprio matto! |
φεύγω/απομακρύνομαι θυμωμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo aver litigato, era così arrabbiata con suo marito da uscire sbattendo la porta. Ήταν τόσο νευριασμένη με τον σύζυγό της μετά τον καυγά τους που έφυγε θυμωμένα από το σπίτι. |
σκαρφαλώνω έξω απόverbo intransitivo (έμφαση στο σκαρφάλωμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του uscito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.