Τι σημαίνει το sguardo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sguardo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sguardo στο Ιταλικό.

Η λέξη sguardo στο Ιταλικό σημαίνει βλέμμα, ματιά, βλέμμα, το ότι κοιτάω επίμονα, διερευνητική ματιά, ματιά, κοιτάζω προς, αλλού, αετομάτης, αετομάτα, με λαμπερά μάτια, ανέκφραστα, προσηλωμένα, εστιασμένα, συνοφρύωση, ανασκόπηση, αναδρομή, ανασκόπηση, που κοιτάζει επίμονα, θυμωμένο βλέμμα, βλέμμα αποδοκιμασίας, δεύτερη ματιά, κενό βλέμμα, πιο προσεκτική ματιά, βλέμμα που σκοτώνει, παράθυρο σε κτ, παρακλητικό βλέμμα, αντρική ματιά, λάγνο βλέμμα, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω θυμωμένα, κοιτάζω επίμονα, στρέφω το βλέμμα μου αλλού, ατενίζω, καρφώνω κπ με το βλέμμα, τραβάω την προσοχή κπ, εκθαμβωτικός, γλυκοκοίταγμα, απειλητικό βλέμμα, βλοσυρό βλέμμα, πιο προσεκτική ματιά, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, κοιτάζω, κοιτάω, χαζεύω, αγριοκοιτάζω, αγριοκοιτάζω, διαπερνώ, κοιτάζω επίμονα, κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ, αποστρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω, επίμονο βλέμμα, λάγνο βλέμμα, αγριοκοιτάζω, τσεκάρω, κόβω, μοχθηρό βλέμμα, αποστρέφω το βλέμμα μου, αποστρέφω, που αποφεύγει τη βλεμματική επαφή, ρίχνω μια ματιά σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sguardo

βλέμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
John teneva lo sguardo fisso su suo padre.
Ο Τζον κοίταζε τον πατέρα του με σταθερό βλέμμα.

ματιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ragazza bionda notò lo sguardo di Dan e lo ricambiò.
Η ξανθιά παρατήρησε τις ματιές του Νταν και ανταπέδωσε.

βλέμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo ha messo a tacere con uno sguardo arrabbiato.
Τον έκανε να σιωπήσει με ένα άγριο βλέμμα.

το ότι κοιτάω επίμονα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo sguardo del bambino cominciava a far sentire Josh molto a disagio.
Το παιδί τον κοιτούσε επίμονα και αυτό είχε αρχίσει να κάνει τον Τζος να αισθάνεται πολύ άβολα.

διερευνητική ματιά

sostantivo maschile

Adam si sentì arrossire sotto lo sguardo della donna.
Ο Άνταμ κοκκίνισε με τη διερευνητική ματιά που του έριξε η γυναίκα.

ματιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Zara non ha avuto modo di dare un'occhiata al testo prima dell'esame.

κοιτάζω προς

Incerta sul da farsi, Sue guardò Mark che era seduto alla sua sinistra.
Καθώς δεν ήταν σίγουρη για το τι να κάνει, η Σου έστρεψε το βλέμμα προς τον Μαρκ ο οποίος κάθονταν στ' αριστερά της.

αλλού

(προς άλλη κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lei cominciò a piangere e lui guardò altrove.
Κοίταξε αλλού και άρχισε να κλαίει.

αετομάτης, αετομάτα

Mi sono sentito scrutato da mia suocera dallo sguardo acuto.
Αισθανόμουν πως η αετομάτα πεθερά μου με έλεγχε εξονυχιστικά.

με λαμπερά μάτια

locuzione aggettivale (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανέκφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'anziana signora non parla più, ma si limita a osservare di fronte a sé con sguardo assente.

προσηλωμένα, εστιασμένα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνοφρύωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho visto lo sguardo arrabbiato sul suo viso e sono andato via subito.
Είδα το κατσούφιασμα στο πρόσωπό της και έφυγα αμέσως.

ανασκόπηση, αναδρομή

sostantivo maschile (στο παρελθόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανασκόπηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που κοιτάζει επίμονα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θυμωμένο βλέμμα

sostantivo maschile

Olivia ha lanciato uno sguardo torvo a suo marito.

βλέμμα αποδοκιμασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I suoi tentativi di far ridere gli spettatori con le sue barzellette volgari suscitarono solo sguardi di disapprovazione.

δεύτερη ματιά

sostantivo maschile

Sulle prime ho pensato che il tema dello studente non valesse nulla, ma dopo un secondo sguardo ho trovato dei passaggi interessanti.

κενό βλέμμα

sostantivo maschile

Quando qualcuno ti lancia uno sguardo fisso, di solito significa che non capisce che cosa succede.

πιο προσεκτική ματιά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέμμα που σκοτώνει

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho percepito lo sguardo assassino di Alice quando mi ha visto che ci provavo col suo ragazzo.

παράθυρο σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρακλητικό βλέμμα

sostantivo maschile (in richiesta di aiuto, approvazione)

Il gatto mi lanciò uno sguardo complice mentre tagliavo il formaggio.
Η γάτα που έριξε ένα παρακλητικό βλέμμα ενώ έκοβα το τυρί.

αντρική ματιά

λάγνο βλέμμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρίχνω μια ματιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I fan si sono accalcati fuori dalla porta per dare uno sguardo agli atleti che lasciavano lo stadio.

ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω μια ματιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'è una vendita in questa galleria: diamo uno sguardo?
Αυτή η γκαλερί έχει εκπτώσεις, θέλεις να ρίξουμε μια ματιά;

κοιτάζω θυμωμένα

verbo transitivo o transitivo pronominale

κοιτάζω επίμονα

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il comico si aspettava che il pubblico ridesse, ma si limitarono a fissarlo con lo sguardo inebetito, offesi dalla sua battuta.

στρέφω το βλέμμα μου αλλού

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ατενίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καρφώνω κπ με το βλέμμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραβάω την προσοχή κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκθαμβωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando vide i voti, la madre guardò Mike con occhi rabbiosi.

γλυκοκοίταγμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quando notai lo sguardo lascivo del mio collega, lui si voltò velocemente.

απειλητικό βλέμμα, βλοσυρό βλέμμα

sostantivo maschile

Rita era seccata dall'evidente sguardo torvo di Scott.

πιο προσεκτική ματιά

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Άφησε το γιατρό να ρίξει μια ματιά στο εξάνθημά σου.

κοιτάζω, κοιτάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non poteva evitare di dare un'occhiata all'orologio ogni cinque minuti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν σταματούσε να ρίχνει ματιές στο ρολόι κάθε πέντε λεπτά.

χαζεύω

(αφηρημένα, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Judith fissò lo sguardo sulle placide acque del lago
Η Τζούντιθ κοίταζε αφηρημένη προς τα ήρεμα νερά της λίμνης.

αγριοκοιτάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom era seduto nell'angolo e lanciava sguardi truci.

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Perché mi guardi storto?
Γιατί με αγριοκοιτάς;

διαπερνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice penetra i testimoni con lo sguardo per indurli a dire la verità.

κοιτάζω επίμονα

verbo transitivo o transitivo pronominale

Gli amici di Sarah la fissarono con lo sguardo inebetito quando arrivò alla festa indossando un costume da mucca.

κοιτάω μέσα σε κτ, κοιτάζω μέσα σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank guardò nel frigo per vedere se c'era del latte.

αποστρέφω το βλέμμα μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scultore guardava la sua ultima creazione con orgoglio.
Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια.

επίμονο βλέμμα

sostantivo maschile

Lo sguardo fisso del bambino iniziava a mettere a disagio Brian.
Το επίμονο βλέμμα του μικρού αγοριού είχε αρχίσει να κάνει τον Μπράιαν να νιώθει άβολα.

λάγνο βλέμμα

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan lanciò un'occhiataccia al suo fidanzato.
Η Σούζαν αγριοκοίταξε το φίλο της.

τσεκάρω, κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guarda quel tipo col cappello a cilindro!
Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο!

μοχθηρό βλέμμα

"Conosco il tuo segreto", disse la ragazza a Sara con uno sguardo malizioso.

αποστρέφω το βλέμμα μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kiera distoglieva sempre lo sguardo quando nel film c'era una scena violenta.

αποστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (βλέμμα/πρόσωπο/κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I testimoni dovettero distogliere lo sguardo da quello spettacolo disgustoso.
Οι μάρτυρες αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από το φρικιαστικό θέαμα.

που αποφεύγει τη βλεμματική επαφή

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω μια ματιά σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sguardo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.