Τι σημαίνει το scoppio στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scoppio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scoppio στο Ιταλικό.

Η λέξη scoppio στο Ιταλικό σημαίνει τεντωμένος, τσιτωμένος, ξεσπάω, ξεσπώ, συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά, σκάω, ξεσπάω, ξεσπώ, σκάω, σκάω, γίνομαι Τούρκος, εκρήγνυμαι, σκάω, ξεσπάω, ξεσπώ, εκρήγνυμαι, ξεσπάω, ξεσπάω, ξεσπώ, εκτοξεύομαι, ξέσπασμα, λάστιχο, έκρηξη, ξέσπασμα, έκρηξη, εκπυρσοκρότηση, ήχος, έξαρση, ξέσπασμα, έκρηξη, ξέσπασμα, κρότος έκρηξης, μπαμ, ξέσπασμα, έκρηξη, έξαρση, κρότος, έξαρση, ξεκαρδιστικός, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, ξεσπάω σε κλάμματα, σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια, τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω, ξεσπάω σε γέλια, ξεσπάω σε κλάματα, βάζω τα γέλια, βάζω τα κλάματα, ξεσπώ σε γέλια, ξεσπάω σε κλάματα, λύνομαι στα γέλια, γεμάτος με, καταρρέω, που λάμπει από κτ, σκάω στα γέλια, πυροδοτώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scoppio

τεντωμένος, τσιτωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Devo perdere peso: mi scoppiano i pantaloni.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbo intransitivo (figurato: iniziare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il ristorante era tranquillo finché il lancio di una bottiglia non ha fatto scoppiare una rissa.
Το κλίμα στο εστιατόριο ήταν ήρεμο μέχρι που ξέσπασε καβγάς επειδή κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι.

συμβαίνω στα ξαφνικά, ξεσπάω ξαφνικά

verbo intransitivo (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutt'intorno sta scoppiando la primavera!
Ξαφνικά ήρθε παντού η άνοιξη!

σκάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bolle di lava scoppiarono, producendo un odore di zolfo.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbo intransitivo (figurato: crisi emotiva)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bolla di sapone è scoppiata dopo alcuni secondi.
Η σαπουνόφουσκα έσκασε μετά από λίγα δευτερόλεπτα.

σκάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il gavettone si è rotto.

γίνομαι Τούρκος

verbo intransitivo (figurato: dalla rabbia) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκρήγνυμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bomba è esplosa con un gran botto.
Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο.

σκάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il palloncino pieno d'acqua è esploso quando ha toccato terra.
Η νερόμπομπα έσκασε όταν έπεσε στο έδαφος.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbo intransitivo (figurato: emozioni)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Paul è scoppiato in lacrime nel rivedere la sua famiglia dopo la guerra.
Ο Πωλ ξέσπασε σε κλάματα όταν είδε ξανά την οικογένειά του μετά τον πόλεμο.

εκρήγνυμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Attento, la bomba sta per esplodere!
Πρόσεξε, η βόμβα θα σκάσει!

ξεσπάω

(figurato: adirarsi) (βία, θυμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Esplose non appena gli chiesi dove era la mia auto.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il conflitto armato divampò nel turbolento paese.
Ένοπλες διαμάχες ξέσπασαν στην ταραγμένη χώρα.

εκτοξεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una raffica di colpi esplose dalla sua pistola.

ξέσπασμα

sostantivo maschile (figurato: accadimento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sabato c'è stato uno scoppio improvviso di violenza durante la marcia di protesta.
Παρατηρήθηκε ένα ξαφνικό ξέσπασμα βίας στην πορεία διαμαρτυρίας του Σαββάτου.

λάστιχο

sostantivo maschile (pneumatico) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stavo guidando lungo la strada quando ho avuto lo scoppio di uno pneumatico; credo di essere andato sopra a qualcosa.

έκρηξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξέσπασμα

sostantivo maschile (figurato: ira) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Furono tutti imbarazzati al momento dello scoppio in lacrime di Aaron.

έκρηξη, εκπυρσοκρότηση

sostantivo maschile (βόμβας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ieri notte lo scoppio di un'autobomba ha fatto tremare il quartiere turistico della città.

ήχος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo scoppio dell'esplosione si è sentito anche a distanza.

έξαρση

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξέσπασμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'unica reazione di Tony al suo licenziamento è stato uno scoppio di lacrime.
Η μόνη αντίδραση της Τόνυ όταν την απέλυσαν ήταν ότι έμπηξε τα κλάματα.

έκρηξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al rumore dell'esplosione i minatori cercarono riparo.
Οι εργάτες του ορυχείου έτρεξαν να κρυφτούν όταν άκουσαν τον ήχο της έκρηξης.

ξέσπασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo sentito di nuovo un'esplosione provenire dalla casa dei vicini.

κρότος έκρηξης

(ήχος, θόρυβος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπαμ

sostantivo maschile (ήχος, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
C'è stato un forte scoppio quando è esploso il pallone.
Ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ όταν έσκασε το μπαλόνι.

ξέσπασμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'accesso di Tom è stato del tutto inaspettato: un minuto era calmo e due minuti dopo gridava infuriato.
Το ξέσπασμα του Τομ ήταν εντελώς απροσδόκητο. Τη μια στιγμή ήταν ήρεμος και την επόμενη φώναζε αγριεμένα.

έκρηξη, έξαρση

(μτφ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρότος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sembra lo scoppio di un fucile!
Αυτό ακούστηκε σαν κρότος από ντουφέκι!

έξαρση

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξεκαρδιστικός

locuzione aggettivale (figurato, informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sembrava che John stesse per scoppiare a piangere quando Linda gli ha detto che era bruttissimo. Il suo labbro inferiore tremava sempre quando stava per scoppiare a piangere.
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

ξεσπάω σε κλάμματα

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen è scoppiata a piangere quando ha ricevuto la triste notizia.

σκάω στα γέλια, ξεσπάω σε γέλια

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando finalmente capì la barzelletta, Jim scoppiò a ridere.

τρώω όσο θέλω, τρώω μέχρι να χορτάσω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti hanno mangiato fino a scoppiare al pranzo a buffet.

ξεσπάω σε γέλια

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono scoppiati a ridere alla vista del suo costume da clown.

ξεσπάω σε κλάματα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Scoppiò in lacrime alla notizia della morte del suo amico.

βάζω τα γέλια

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω τα κλάματα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεσπώ σε γέλια

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pubblico è scoppiato a ridere quando il clown è caduto.

ξεσπάω σε κλάματα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λύνομαι στα γέλια

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era così divertente che sono scoppiata a ridere.
Ήταν τόσο αστείο που λύθηκα στα γέλια.

γεμάτος με

(informale)

καταρρέω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stella è scoppiata a piangere quando la polizia l'ha informata dell'incidente di suo marito.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

που λάμπει από κτ

(figurato) (μτφ: συναίσθημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκάω στα γέλια

verbo intransitivo (teatro, set cinematografico, ecc.) (την ώρα της παράστασης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fu necessario girare la scena tre volte perché gli attori scoppiavano sempre a ridere.

πυροδοτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'operaio edile ha fatto esplodere le cariche nella miniera.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scoppio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.