Τι σημαίνει το scoperta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scoperta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scoperta στο Ιταλικό.

Η λέξη scoperta στο Ιταλικό σημαίνει ανακάλυψη, ανακάλυψη, ανακάλυψη, ανακάλυψη, ανακάλυψη, αποκάλυψη, ευάλωτος σε επίθεση, υπερανάληψη, ακάλυπτος, ακάλυπτη επιταγή, ανοιχτός, πλαστός, ψεύτικος, ανοιχτός, ανοιχτός, ευάλωτος, γυμνός, ανακαλυφθείς, παραμελημένος, γυμνός, εκτεθειμένος, με χρεωστικό υπόλοιπο, προς τα πάνω, ακάλυπτος, γυμνός, που αποκαλύφθηκε, που μαθεύτηκε, ανακαλύπτω, βρίσκω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, ξεσκεπάζω, αμφισβητώ, καταλαβαίνω, ανακαλύπτω, καταλαβαίνω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, βρίσκω, ανακαλύπτω, ανακαλύπτω, ξεσκεπάζω, έχω βρει κτ, κοιτάζω, βλέπω, αποκαλύπτω, καταλαβαίνω, σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω, διακρίνω, αναγνωρίζω, ανακαλύπτω, εφευρίσκω, αναζητώ, ψάχνω, εντοπίζω, υποπτεύομαι, έχω, βρίσκω, εξακριβώνω, διαπιστώνω, ανακαλύπτω, τυχαία ανακάλυψη, λαχείο, ταξίδι αυτογνωσίας, τυχαία ανακάλυψη, επιστημονική ανακάλυψη, χτυπώ φλέβα χρυσού, σημαντική ανακάλυψη, τύχη, καλοτυχία, τυχερή ανακάλυψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scoperta

ανακάλυψη

sostantivo femminile (δεν ήξερα ότι υπάρχει)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scoperta di una città antica nel cuore della giungla da parte degli esploratori è finita in ogni giornale.
Η ανακάλυψη μιας αρχαίας πόλης στην καρδιά της ζούγκλας από τον εξερευνητή αποτέλεσε σημαντική είδηση σε όλο τον κόσμο.

ανακάλυψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ruby tirò fuori la sua scoperta dall'antico forziere.
Η Ρούμπυ έβγαλε την ανακάλυψή τους από την παλιά κασέλα.

ανακάλυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scoperta della bugia del marito è stata la causa della fine del loro matrimonio.
Η ανακάλυψη της Γουέντι για τα ψέματα του άντρα της ήταν αυτό που έφερε το τέλος στο γάμο τους.

ανακάλυψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo libro raro è stata davvero una sorta di scoperta.
Αυτό το σπάνιο βιβλίο ήταν πραγματικά σπουδαία ανακάλυψη.

ανακάλυψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La scoperta ha reso famoso il gruppo.

αποκάλυψη

(μεταφορικά: κάτι απρόσμενα καλό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευάλωτος σε επίθεση

aggettivo (attaccabile)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I soldati nemici erano in mezzo a un campo, scoperti, non nascosti in nessun modo.

υπερανάληψη

sostantivo maschile (bancario)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi sono rimasti solo $5 sul conto e dovrò andare in scoperto per pagare le bollette fino a quando mi entrerà la paga.
Έχω μόνο 5 δολάρια στον λογαριασμό μου. Πρέπει να κάνω υπερανάληψη για να πληρώσω τους λογαριασμούς μου από τώρα μέχρι την ημέρα που θα πληρωθώ.

ακάλυπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακάλυπτη επιταγή

(assegno)

La banca di Mona la multò perché l'assegno che aveva scritto era scoperto.

ανοιχτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una ferita scoperta è soggetta a infezioni.

πλαστός, ψεύτικος

aggettivo (assegno)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era stato pagato con un assegno scoperto.

ανοιχτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La linea di soldati era scoperta dove il ferito era caduto.

ανοιχτός

aggettivo (a cielo aperto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il retro del furgone pick up è scoperto.

ευάλωτος

(ανοιχτός σε επίθεση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το λιμάνι ήταν ευάλωτο σε επιθέσεις όταν έφυγε ο στόλος.

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si è fatto dei tagli sui piedi nudi con tutte le pietre aguzze.
Όλες αυτές οι αιχμηρές πέτρες πλήγωσαν τα γυμνά του πόδια.

ανακαλυφθείς

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il tesoro recentemente scoperto era stato sotterrato in un bosco.

παραμελημένος

aggettivo (καθήκον)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La guardiola del portinaio inaspettatamente abbandonata ha impensierito gli abitanti del palazzo.

γυμνός

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti anni fa andare in chiesa a testa scoperta era considerato un tabù per le donne.

εκτεθειμένος

aggettivo (non protetto)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La parte esposta del rudere era estremamente segnata dalle intemperie.
Το εκτεθειμένο μέρος των χαλασμάτων ήταν άσχημα διαβρωμένο.

με χρεωστικό υπόλοιπο

(banca)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Puoi prestarmi qualche soldo? Il mio conto è in rosso e ho un debito sulla carta di credito.

προς τα πάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακάλυπτος, γυμνός

aggettivo (parte del corpo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel indossava un abito estivo, ma quella sera faceva freddo e quindi si coprì le spalle scoperte con uno scialle.
Η Ρέιτσελ φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, το βραδάκι όμως είχε κρύο οπότε σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με ένα σάλι.

που αποκαλύφθηκε, που μαθεύτηκε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα νέα μυστικά που αποκαλύφθηκαν κατέστρεψαν την καριέρα του πολιτικού.

ανακαλύπτω, βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ieri ho scoperto dei veri tesori al negozio di libri usati.

αποκαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (χαρακτήρας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω, μαθαίνω

([qlcs] di segreto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεσκεπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sposa si è tolta il velo dal viso perché il marito la potesse baciare.

αμφισβητώ

(figurato: [qlcn] che sta mentendo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, ανακαλύπτω

(gergale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλαβαίνω, ανακαλύπτω

(gergale) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ragazzi hanno scoperto un forziere con un tesoro sull'isola.
Τα αγόρια ανακάλυψαν ένα σεντούκι με θησαυρό στο νησί.

ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn disse ai genitori che avrebbe passato la notte a studiare a casa di un amico ma alla fine loro scoprirono la verità.
Ο Γκλεν είπε στους γονείς του ότι πέρασε τη νύχτα στο σπίτι ενός φίλου του διαβάζοντας, αλλά εκείνοι τελικά ανακάλυψαν την αλήθεια.

ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La giornalista era nota per la sua abilità sorprendente di scovare una storia.

ανακαλύπτω, μαθαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho appena scoperto che mia sorella è incinta.
Μόλις έμαθα ότι η αδερφή μου είναι έγκυος.

βρίσκω, ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un buon revisore dei conti riesce a fiutare i problemi che i contabili cercano di nascondere.

ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ieri ha scoperto il mondo dei forum online.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν έμαθε ότι την απατούσε, έγινε έξαλλη.

ξεσκεπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scoperchiare la padella e lasciare la zuppa a cuocere a fuoco lento senza coperchio per altri dieci minuti.
Ξεσκέπασε την κατσαρόλα και άφησε τη σούπα να σιγοβράσει χωρίς το καπάκι για άλλα δέκα λεπτά.

έχω βρει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aprire un asilo in ufficio? Potresti scoprire che si tratta di una buona idea.

κοιτάζω, βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (carte da gioco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Metti giù le tue carte senza scoprirne nessuna.
Άνοιξε τα χαρτιά σου χωρίς να κοιτάζεις κανένα.

αποκαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Regina ha scoperto la nuova statua.

καταλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ryan si arrabbierà molto quando scoprirà quello che abbiamo fatto alle sue spalle.

σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alla fine abbiamo capito che non era mai stato a Baghdad.

διακρίνω, αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn ha notato l'odore di gas.
Αντιλήφθηκα ένα τόνο οίκτου στη φωνή της ηλικιωμένης κυρίας.

ανακαλύπτω, εφευρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho scoperto un ottimo modo per risparmiare: starsene tutto il giorno a letto!
Ανακάλυψα έναν υπέροχο τρόπο για να εξοικονομήσω χρήματα: να μείνω στο κρεβάτι όλη μέρα!

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rabdomanzia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Visto che il ruscello si stava prosciugando, l'agricoltore ha assunto una persona per trovare correnti d'acqua sotterranee nei suoi campi.

εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto ha individuato il criminale e ha cominciato a rincorrerlo.
Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει.

υποπτεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ladro sapeva che la polizia lo teneva d'occhio; per questo cercava di tenere un profilo basso.
Ο κλέφτης ήξερα ότι τον είχε ψυλλιαστεί η αστυνομία και προσπαθούσε να κρατήσει χαμηλό προφίλ.

έχω

(ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La città si è sviluppata dopo che qualcuno ci ha trovato l'oro.

εξακριβώνω, διαπιστώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia doveva stabilire se l'uomo era morto o soltanto scomparso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ενοχή του και μετά θα του επιβληθεί η κατάλληλη ποινή.

ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυχαία ανακάλυψη

sostantivo femminile

λαχείο

(figurato) (μεταφορικά, προφορικό: μου πέφτει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ήξερε ότι του είχε πέσει το λαχείο, όταν του πρόσφεραν 100.000 δολάρια για την ιστορία του.

ταξίδι αυτογνωσίας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυχαία ανακάλυψη

sostantivo femminile

επιστημονική ανακάλυψη

sostantivo femminile

χτυπώ φλέβα χρυσού

sostantivo femminile (trovare l'oro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημαντική ανακάλυψη

L'articolo di Lydia ha permesso una scoperta fondamentale nello studio di questo settore.
Το άρθρο της Λύντια έφερε πραγματική επανάσταση στην έρευνα σε αυτό το πεδίο.

τύχη, καλοτυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Σε μια στιγμή καλοτυχίας, η Ρόξυ βρήκε το βραχιόλι που νόμιζε πως είχε χάσει για πάντα.

τυχερή ανακάλυψη

sostantivo femminile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scoperta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.