Τι σημαίνει το scavo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scavo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scavo στο Ιταλικό.

Η λέξη scavo στο Ιταλικό σημαίνει σκάβω, σκάβω, σκάβω, σκάβω, βαθουλώνω, κοιλαίνω, σκάβω, σκάβω, σκάβω, σκάβω, ξεριζώνω, σκάβω, κοίλωση, ανακάλυψη, εύρεση, σκάβω, σκάβω κάτω από κτ, κάνω ανασκαφή, ξεθάβω, εξετάζω καλύτερα, ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα, σκάβω, χαράζω, χαράσσω, σπάω, σπάζω, σκάβω, ανασκαφή, ανασκαφή, ανασκαφή, σκάψιμο, σκάβω για να βρω κτ, ψαρεύω, σκαλίζω, ορύσσω, πραγματοποιώ εκσκαφή με αναβαθμούς, σκάβω, ανοίγω, ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα, σκάβω κτ σε κτ, ανοίγω κτ σε κτ, ψάχνω βαθιά μέσα μου, σκάβω, στρώνομαι σε κτ, ανοίγω κτ σε κτ, σκάβω, κάνω εξόρυξη, σκάβω χαντάκι, σκάβω αυλάκι, αφήνω σημάδια σε κτ, σκάβω, ανοίγω, σκάβω χαντάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scavo

σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vedo che Tom sta scavando in giardino.
Βλέπω τον Τομ να σκάβει έξω στον κήπο.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giardiniere sta scavando nell'orto.
Ο κηπουρός σκάβει τον λαχανόκηπο.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cagnolino scavò una buca e sotterrò l'osso.

σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βαθουλώνω, κοιλαίνω, σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo imparato a scavare un tronco d'albero per farne una canoa.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La giardiniera scavò nel terreno con la sua pala.
Η κηπουρός έσκαψε το χώμα με το φτυάρι της.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hanno scavato finché la montagna non aveva più minerale da dare.
Συνέχισαν να σκάβουν μέχρι να τελειώσει ο χρυσός στο βουνό.

σκάβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La portulaca ha radici profonde e si deve scavare nel fango per estrarla.

ξεριζώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha scavato gli iris in ottobre, prima dei primi geli.
Ξερίζωσε (or: Έβγαλε) τους κρίνους τον Οκτώβριο, πριν πιάσει η παγωνιά.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il contadino ha dovuto rimuovere dei ceppi per ripulire il suo nuovo campo.

κοίλωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανακάλυψη, εύρεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa macchina è in grado di scavare gallerie trivellando vari strati di roccia.

σκάβω κάτω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli assalitori entrarono in città scavando sotto le mura.

κάνω ανασκαφή

(αρχαιολογία)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
L'archeologo passò tre settimane a fare uno scavo nel deserto.

ξεθάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli archeologi hanno estratto una grande quantità di monete romane dal terreno di un agricoltore.

εξετάζω καλύτερα

ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli operai stanno traforando la montagna di modo che la superstrada possa passare lì.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (έμφαση στη διαδικασία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel diciottesimo secolo i minatori usavano picconi e palanchini per estrarre la roccia dalle cave.
Τον 18ο αιώνα, οι εργάτες των λατομείων χρησιμοποιούσαν αξίνες και λοστούς για να βγάλουν πέτρες.

χαράζω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rancore aveva scavato delle linee profonde sul viso di Leon.

σπάω, σπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha scalfito attentamente la roccia per rimuovere il fossile.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il proprietario della miniera sta scavando un nuovo condotto in quella zona. Stiamo pianificando di scavare un pozzo.

ανασκαφή

sostantivo maschile (συνήθως αρχαιολογική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti gli archeologi stanno lavorando allo scavo.
Όλοι οι αρχαιολόγοι δουλεύουν στην ανασκαφή.

ανασκαφή

sostantivo maschile (αρχαιολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cittadina diventò improvvisamente famosa dopo lo scavo di scheletri di dinosauro nelle vicinanze.
Η μικρή πόλη έγινε ξαφνικά γνωστή μετά την ανακάλυψη σκελετών δεινοσαύρων στην περιοχή.

ανασκαφή

sostantivo maschile (progetto) (αρχαιολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il dottor Sanders sta assumendo tirocinanti per gli scavi di quest'estate.

σκάψιμο

sostantivo maschile (πχ στον κήπο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo sterro è un lavoro duro.
Το σκάψιμο είναι σκληρή δουλειά.

σκάβω για να βρω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I pirati scavarono alla ricerca del tesoro nascosto.
Ο πειρατής έσκαψε για να βρει τον κρυμμένο θησαυρό.

ψαρεύω

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È tipico dei reporter scandalistici scavare alla ricerca di notizie piccanti.
Είναι δουλειά των ρεπόρτερ του κίτρινου τύπου να ψαρεύουν σκανδαλιστικές πληροφορίες.

σκαλίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: investigare) (μεταφορικά: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il detective cominciò a scavare nel passato del sospetto.
Ο ντετέκτιβ άρχισε να σκαλίζει το παρελθόν του υπόπτου.

ορύσσω

verbo intransitivo (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le talpe hanno scavato di nuovo dei cunicoli sotto il giardino.
Οι τυφλοπόντικες έσκαψαν τρύπες ξανά στο χώμα.

πραγματοποιώ εκσκαφή με αναβαθμούς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκάβω, ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω σήραγγα, φτιάχνω σήραγγα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le talpe scavano gallerie sotto il prato e lo rovinano.

σκάβω κτ σε κτ, ανοίγω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Scavò una buca nel terreno per seppellire il tesoro.

ψάχνω βαθιά μέσα μου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che cosa vuoi realmente dalla vita? Scava in profondità e troverai la risposta.

σκάβω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'escavatore ha scavato nel suolo e ha iniziato a rimuovere la sporcizia.

στρώνομαι σε κτ

verbo intransitivo (figurato: indagare) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

ανοίγω κτ σε κτ

Mark ha scavato un canale nel legno.

σκάβω

verbo intransitivo (για να βρω κτ, για κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le persone hanno scavato qui in cerca d'oro per più di cento anni.

κάνω εξόρυξη

verbo intransitivo (figurato: analizzare)

Hanno scavato a fondo nei dati ricercando i modelli di acquisto.
Έκαναν εξόρυξη δεδομένων αναζητώντας αγοραστικά μοτίβα.

σκάβω χαντάκι, σκάβω αυλάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli operai scavarono un fossato nella terra.

αφήνω σημάδια σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il continuo passaggio dei camion aveva solcato la strada di campagna.

σκάβω, ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκάβω χαντάκι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scavo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.