Τι σημαίνει το accesso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accesso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accesso στο Ιταλικό.

Η λέξη accesso στο Ιταλικό σημαίνει πρόσβαση, πρόσβαση, πρόσβαση, δικαίωμα εισόδου, είσοδος, στοιχεία σύνδεσης, πόρτα, είσοδος, δρόμος, αποδοχή, κύμα, δικαίωμα εισόδου, κρίση, ξέσπασμα, σύνδεση, έκρηξη, γραμμή επικοινωνίας, αποκτώ πρόσβαση σε, κωδικός πρόσβασης, κωδικός εισόδου, πύλη ελέγχου εισιτηρίων, συνδεδεμένος, εκτός ορίων, είσοδος, σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα πλοίου, άμεση πρόσβαση, κρίση, έκρηξη θυμού, απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος, δικαίωμα πρόσβασης, κύμα οργής, πρόσβαση ατόμων με αναπηρία, είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου, πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια, κρίση βήχα, μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης, εγκαταστάσεις με πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, έκρηξη οργής, έκρηξη θυμού, άμεση πρόσβαση, δρόμος προσπέλασης, ανοιχτών θυρών, αφήνω κπ ανεξέλεγκτο, αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, απαγορεύεται η είσοδος, είμαι δίπλα σε κτ, κλειδώνω, κλειδώνω κπ έξω από κτ, απαγορεύω την είσοδο σε κπ, κλειδί, μαχαιριά, δρόμος, μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, αποκτώ πρόσβαση σε κτ, οδηγώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accesso

πρόσβαση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai accesso alla sala dei computer?
Έχεις πρόσβαση στο δωμάτιο με τους υπολογιστές;

πρόσβαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έλεγχε ποια άτομα είχαν πρόσβαση στον Πρόεδρο.

πρόσβαση

(informatica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fammi sapere se non hai accesso a quel file e ti reimposto il permesso.
Ενημέρωσέ με εάν δεν έχεις πρόσβαση στο αρχείο για να αλλάξω τα δικαιώματά του.

δικαίωμα εισόδου

(κατά λέξη: δίνω)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ο ιδιοκτήτης του μεγαλοπρεπούς σπιτιού επέτρεψε στο κοινό την είσοδο τα σαββατοκύριακα.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ingresso sul retro del bar era chiuso a chiave.
Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη.

στοιχεία σύνδεσης

sostantivo maschile (computer)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πόρτα

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά, συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spero che questo lavoro possa rappresentare il tuo accesso ad una sfavillante carriera nella moda.
Ελπίζω αυτή η δουλειά να σου ανοίξει τις πόρτες για μια μεγάλη καριέρα στον χώρο της μόδας.

είσοδος

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Andare a letto con il capo non dà accesso all'alta società.

δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il vialetto d'ingresso alla casa era fiancheggiato da alberi.

αποδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ammissione al corso dipende dai voti.

κύμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jon sentì una fitta al cuore di fronte a quella scena struggente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Νταν ένιωσε ένα κύμα οργής όταν κάποιος χώθηκε μπροστά του στην ουρά.

δικαίωμα εισόδου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Τα εισιτήρια θα σου δώσουν δικαίωμα εισόδου για ολόκληρη τη μέρα.

κρίση

(medicina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Soffre di crisi periodiche.

ξέσπασμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'accesso di Tom è stato del tutto inaspettato: un minuto era calmo e due minuti dopo gridava infuriato.
Το ξέσπασμα του Τομ ήταν εντελώς απροσδόκητο. Τη μια στιγμή ήταν ήρεμος και την επόμενη φώναζε αγριεμένα.

σύνδεση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sito non permetteva a Mike di fare il login perché aveva scritto male la password.

έκρηξη

sostantivo maschile (ira, panico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή επικοινωνίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Madeleine ha una linea diretta con il presidente.

αποκτώ πρόσβαση σε

(informatica) (τώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Riesci ad avere accesso a quel file o è bloccato?
Μπορείς να μπεις (or: εισέλθεις) σε εκείνο το αρχείο ή είναι μπλοκαρισμένο;

κωδικός πρόσβασης, κωδικός εισόδου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Dave ha dimenticato la sua password per il forum e non riesce a fare il login.

πύλη ελέγχου εισιτηρίων

(treni, ecc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνδεδεμένος

(informatica)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bisogna aver fatto il login per pubblicare un commento su questo blog.

εκτός ορίων

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Durante la guerra molte spiagge erano acceso vietato per i civili.
Ο διαιτητής σφύριξε όταν η μπάλα πήγε εκτός ορίων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερες παραλίες βρίσκονταν εκτός ορίων για τους πολίτες.

είσοδος

sostantivo maschile (casa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah ha parcheggiato l'auto nel vialetto d'accesso.
Η Σάρα πάρκαρε το αμάξι της στο δρομάκι.

σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα πλοίου

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άμεση πρόσβαση

sostantivo maschile (σε κάποιον: χωρίς μεσάζοντα)

Lei ha accesso diretto al primo ministro.
Έχει άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό.

κρίση, έκρηξη θυμού

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Devi stare attento, lui non è nuovo ad accessi d'ira improvvisi.

απαγορεύεται/δεν υπάρχει η είσοδος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il segnale di divieto di accesso significa che i veicoli non possono imboccare la strada.

δικαίωμα πρόσβασης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siccome sono il proprietario, ho diritto di accesso alla proprietà.

κύμα οργής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Quando pensò a come era stata tradita, ebbe uno scatto d'ira.

πρόσβαση ατόμων με αναπηρία

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Finalmente la mia chiesa ha installato un ascensore e un montascale per consentire l'accesso ai disabili.

είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρίση βήχα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσα/τρόποι/δίοδοι πρόσβασης

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'unica via di accesso alla baita è una vecchia e scomoda mulattiera.

εγκαταστάσεις με πρόσβαση για αναπηρικά αμαξίδια

sostantivo plurale femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi hanno impedito l'ingresso alla suite presidenziale perché sembravo sospetto.

έκρηξη οργής, έκρηξη θυμού

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'improvviso accesso di rabbia di Ned colse i suoi amici di sorpresa, soprattutto perché di solito era molto calmo.
Το ξαφνικό ξέσπασμα του Νεντ εξέπληξε τους φίλους του, ιδίως γιατί πάντα ήταν πολύ ήρεμος.

άμεση πρόσβαση

sostantivo maschile (σε κάτι)

Un cancello alla fine del giardino dà accesso diretto alla spiaggia.

δρόμος προσπέλασης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανοιχτών θυρών

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Η κυβέρνηση ακολουθεί προσέγγιση ανοιχτών θυρών στο μεταναστευτικό θέμα.

αφήνω κπ ανεξέλεγκτο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non avremmo mai dovuto lasciare ai ragazzi libero accesso al computer.
Ποτέ δεν πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά ανεξέλεγκτα στον υπολογιστή!

αρνούμαι σε κπ την πρόσβαση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi è stato negato l'accesso ai miei dati bancari perché avevo dimenticato la password.

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se trovassimo il modo di avere accesso ai documenti del club saremmo in grado di capire chi è il responsabile.

απαγορεύεται η είσοδος

(cartello di avviso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Vietato entrare!" avvertiva un cartello sul cancello dipinto rozzamente.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μια ταμπέλα στην πόρτα του δωματίου της έφηβης κόρης μου έγραφε: «Απαγορεύεται η είσοδος».

είμαι δίπλα σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (computer) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se inserisci la password sbagliata per tre volte, il sito internet ti blocca l'accesso.
Αν πληκτρολογήσεις τον μυστικό κωδικό τρεις φορές λάθος, ο ιστότοπος σε κλειδώνει.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (computer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sistema ti bloccherà l'accesso al sito se rispondi in modo errato alla domanda di sicurezza.

απαγορεύω την είσοδο σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non farli passare al cancello.
Μην τους αφήσετε να μπουν μέσα!

κλειδί

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un diploma è la porta di accesso verso il successo economico.
Ένα πτυχίο πανεπιστημίου είναι το κλειδί για την οικονομική επιτυχία.

μαχαιριά

(μτφ: σε κτ ή από κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'oratore sentì un attacco di paura quando vide quante persone c'erano tra il pubblico.

δρόμος

sostantivo femminile (που οδηγεί σε κτίσμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ben presto le carrozze spuntarono sulla strada di accesso alla villa per la festa.

μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση

(informatica) (πληροφορική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποκτώ πρόσβαση σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγώ

verbo intransitivo (dare accesso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cancello dà accesso al cortile.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accesso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.