Τι σημαίνει το spinta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spinta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spinta στο Ιταλικό.

Η λέξη spinta στο Ιταλικό σημαίνει σπρώχνω, σπρώχνω, εξωθώ, σπρώχνω, ωθώ, παρακινώ, σπρώχνω, σπρώχνω, τσιγκλάω, οδηγώ, σπρώχνω, σπρώχνω, κινητοποιώ, πιέζω τον εαυτό μου, περνάω κτ μέσα από κτ, χώνομαι, σπρώχνω, εξωθώ κπ σε κτ, σπρώχνω, κουνώ, χώνω κτ σε κτ, δίνω κίνητρο, ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ, προτρέπω, παρακινώ, υποκινώ, προκαλώ, πιάνω, σπρώχνομαι, εισβάλλω, σπρώχνω, ενθαρρύνω, παροτρύνω, σηκώνω, ανεβάζω, παρακινώ, κινώ, ωθώ, σπρώχνω, προωθώ, ενθαρρύνω, προτρέπω, παροτρύνω, κινητοποιώ, ωθώ, σπρώξιμο, σπρώξιμο, ώθηση, παρόρμηση, ώθηση, σπρώξιμο, θέληση, επιμονή, έναυσμα, ώθηση, ώθηση, ανύψωση, αυτό που σε βοηθάει να φτάσεις ψηλά, κίνητρο, ώση, κινητήρια δύναμη, έμφαση, βοήθεια, πονηρός, πρόστυχος, προκλητικός, τολμηρός, πονηρός, τολμηρός, πικάντικος, προκλητικός, πιέζω, παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ, κωπηλατώ, τραβάω, τραβώ κάνω, σπρώχνω, κτυπώ, σπρώχνω, υποστηρίζω, παραμερίζω, εξαπατώ, ξεγελώ, παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο, σπρώχνω κτ προς τα επάνω, παραμερίζω βίαια, σπρώχνω στην άκρη, σπρώχνω, παρουσιάζω, υποκινώ, προκαλώ, παρακινώ, προωθώ, ασκώ πίεση, σπρώχνω, διώχνω, σπρώχνω, οδηγώ, ωθώ, δίνω κίνητρο, παροτρύνω κπ να κάνει κτ, παρακινώ κπ να κάνει κτ, ωθώ, ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ, κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω, παροτρύνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, ωθώ, προκαλώ κπ να κάνει κτ, εκτινάσσω, αποκρούω με τεντωμένο χέρι, απωθώ, διώχνω, μετακινώ, οδηγώ, στριμώχνω, κάνω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spinta

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se vuoi uscire devi spingere la porta invece di tirarla. L'uomo sgarbato spinse la gente di lato.
Αν θες να βγεις, πρέπει να σπρώξεις την πόρτα αντί να την τραβήξεις.

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha spinto il tavolo per farlo muovere.
Έσπρωξε το τραπέζι για να το κάνει να κινηθεί.

εξωθώ

verbo intransitivo (specifico: parto) (το έμβρυο στο τελικό στάδιο τοκετού)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert spinse la porta con la spalla e finalmente riuscì ad aprirla.
Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει.

ωθώ, παρακινώ

(figurato: stimolare, esortare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria parlò con il cuore in mano, ignara di cosa la spingesse, ma incapace di trattenersi dal farlo.

σπρώχνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tutti stavano spingendo ma non successe nulla, l'albero caduto non si muoveva.
Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν.

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen spinse la sedia fuori dai piedi.
Η Έλεν έσπρωξε την καρέκλα από μπροστά της.

τσιγκλάω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι φίλοι του Μάικ έπρεπε να τον τσιγκλήσουν μερικές φορές για να τον ωθήσουν να κάνει αίτηση για καινούρια δουλειά.

οδηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno spinto i tronchi giù per il fiume.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli con ruote) (κάτι με ρόδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve spinse il passeggino sul marciapiede.

κινητοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω τον εαυτό μου

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A volte gli atleti olimpici spingono troppo in allenamento e si fanno male.

περνάω κτ μέσα από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sindaco sta cercando di forzare l'approvazione della legge in consiglio.

χώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La folla lo spinse verso la metropolitana.

εξωθώ κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Ci vorrà ben altro per spingerli all'azione.

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina diede una spinta a Bernard per toglierlo di mezzo. Il giocatore di rugby spintonò l'avversario.
Η Τίνα έσπρωξε τον Μπέρναρντ από τον δρόμο της.

κουνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un altro passeggero del treno inciampò colpendo il braccio di Paula e facendole rovesciare la tazza di tè che teneva in mano.

χώνω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Paul ha provato a spingere un dollaro nel distributore automatico ma non c'è riuscito.
Ο Πωλ προσπάθησε να χώσει ένα δολάριο στον αυτόματο πωλητή αλλά δεν τα κατάφερε.

δίνω κίνητρο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il desiderio di Ian di essere il migliore è ciò che lo motiva.

ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ, κινητοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προτρέπω, παρακινώ, υποκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tifosi gridavano slogan per la loro squadra, incitandola.

προκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giudice ha inflitto ai rivoltosi condanne più leggere di quelle inflitte ai capibanda che li incitavano.

πιάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che cosa ti ha istigato a fare questo disordine?
Πώς σου 'ρθε να κάνεις όλο αυτό το χάλι;

σπρώχνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A Hannah non piace quando le persone le sgomitano contro e per questo evita i posti affollati.

εισβάλλω, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στεκόμουν στη στάση λεωφορείου όταν ένας ηλίθιος με έσπρωξε και με ξάφνιασε πολύ.

ενθαρρύνω, παροτρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Consiglierei sempre a chiunque di imparare una nuova lingua: è molto gratificante.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Διέκρινα το ταλέντο της και την προέτρεψα (or: παρακίνησα) ν' ασχοληθεί με το θέατρο.

σηκώνω, ανεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick spinse Amy fuori dall'acqua.
Ο Ρικ έσπρωξε την Έιμι έξω από το νερό.

παρακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come possiamo spronare gli studenti a lavorare di più?
Πως μπορούμε να παρακινήσουμε τους σπουδαστές να δουλέψουν σκληρότερα;

κινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cosa sospinge queste microscopiche creature sull'acqua?
Τι κινεί αυτά τα μικροσκοπικά πλάσματα μέσα στο νερό;

ωθώ, σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προωθώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nuova legge è stata sospinta dalla paura di un'immigrazione di massa.
Ο νέος νόμος προωθήθηκε για να αποτραπεί το φαινόμενο των μαζικών μεταναστεύσεων.

ενθαρρύνω, προτρέπω, παροτρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κινητοποιώ, ωθώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entusiasmo del nuovo direttore ha galvanizzato il team.

σπρώξιμο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La spinta all'auto alla fine l'ha fatta muovere.

σπρώξιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La spinta di Edward fece sbilanciare Larry.
Η σπρωξιά του Έντουαρντ έκανε τον Λάρρυ να χάσει την ισορροπία του.

ώθηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La spinta ripetuta del macchinario ha fatto tremare le pareti dell'edificio.

παρόρμηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ώθηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σπρώξιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La spinta di Larry ha fatto cadere Gerry.
Η σπρωξιά του Λάρι έριξε τον Τζέρι κάτω.

θέληση, επιμονή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua spinta per il successo lo ha portato a fare affari.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχει τον απαιτούμενο δυναμισμό, για να επιτύχει στον καλλιτεχνικό χώρο;

έναυσμα

(motivazione)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ώθηση

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ottenimento dell'autorizzazione ha dato un grande impulso al progetto edilizio.
Η καταβολή της επιδότησης έδωσε ώθηση στο οικοδομικό σχέδιο.

ώθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανύψωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η σπρωξιά του Κεν έστειλε τον καναπέ μέσα από την πόρτα.

αυτό που σε βοηθάει να φτάσεις ψηλά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Jakie ha usato una pila di libri come supporto per raggiungere l'ultimo scaffale.
Η Τζάκι χρησιμοποίησε μια στοίβα βιβλία για σκαλάκι για να φτάσει στο ψηλότερο ράφι.

κίνητρο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ώση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli ingegneri lavoravano sulla propulsione del razzo.

κινητήρια δύναμη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attrice è stata la spinta per il rimodernamento del teatro.

έμφαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La spinta per un miglior servizio al cliente ha aiutato l'azienda a crescere.
Η έμφαση που δόθηκε στην καλή εξυπηρέτηση πελατών βοήθησε την εταιρία να αναπτυχθεί.

βοήθεια

(figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πονηρός

(figurato: contenuto sessuale) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli piacciono le riviste con foto spinte di donne.
Του αρέσουν τα περιοδικά με πονηρές φωτογραφίες γυναικών.

πρόστυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I commenti audaci di Josie hanno sconvolto tutti i presenti al tavolo.
Τα πονηρά σχόλια της Τζόσι σόκαραν τους πάντες στο τραπέζι.

προκλητικός, τολμηρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πονηρός, τολμηρός

aggettivo (ευφημισμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo film è troppo spinto per i bambini.

πικάντικος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προκλητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mia madre mi ha messo in guardia dalle ragazze provocanti.
Η μητέρα με προειδοποίησε να προσέχω τις πρόστυχες γυναίκες.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ για κτ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ha spinta ad andare al supermercato con lui.

παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ

(a credere o fare [qlcs] di sbagliato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non farti convincere dai politici che la proposta è nel miglior interesse del paese.

κωπηλατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Continuate a remare! Dobbiamo raggiungere la costa entro quindici minuti.

τραβάω, τραβώ κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha remato più forte che poteva per cercare di vincere la gara.
Έκανε (or: τραβούσε) κουπί όσο πιο δυνατά μπορούσε σε μια προσπάθεια να κερδίσει τον αγώνα.

σπρώχνω, κτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Corse giù per il corridoio della scuola spingendo da parte le persone che si trovava davanti.

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie ha scostato i rovi per passare senza graffiarsi. // I fan si scostavano a vicenda per farsi posto sotto il palco.

υποστηρίζω

(άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Raccomanda di ritornare al vecchio modello di impresa.
Υποστηρίζει την επιστροφή στο παλιό μοντέλο εργασίας.

παραμερίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli operai hanno spinto al lato della strada la vecchia auto guasta.

εξαπατώ, ξεγελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con lusinghe, inganno)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non volevo andare alla festa, ma la mia migliore amica mi ha persuaso.

παρασύρω κτ μέσα σε κόλπο

verbo transitivo o transitivo pronominale (vento) (άνεμος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω κτ προς τα επάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo reggiseno spinge il seno all'insù.

παραμερίζω βίαια

(letteralmente)

σπρώχνω στην άκρη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'adolescente arrabbiato spinse da parte il piatto dicendo "Non ho fame".
Ο θυμωμένος νεαρός έσπρωξε στην άκρη το πιάτο του. «Δεν πεινάω», είπε.

σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor entrò nel supermercato sospingendo il carrello.

παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποκινώ, προκαλώ, παρακινώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai attenzione o le tue parole coraggiose potrebbero finire per spingere le persone alla rivolta.

προωθώ, ασκώ πίεση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La folla premeva contro la barriera per cercare di vedere quello che stava accadendo.

διώχνω, σπρώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bimbo di due anni allontanò la ciotola di porridge.

οδηγώ, ωθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κπ στο να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'oratore incitò i minatori ad andare in sciopero.

δίνω κίνητρο

(σε κάποιον να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dobbiamo motivare il nostro personale a generare più profitti.

παροτρύνω κπ να κάνει κτ, παρακινώ κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mary non sopporta di dover spingere suo figlio a terminare i compiti.

ωθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il declino improvviso delle vendite spinse il direttore a prendere provvedimenti.

ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'insegnante li incoraggiava a discutere il libro in classe.

κατευθύνω, οδηγώ, στρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κπ προς κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I genitori di Beth la indirizzarono verso una carriera nella finanza.
Οι γονείς της Μπεθ την προσανατολίζουν προς μια καριέρα στα οικονομικά.

παροτρύνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, ωθώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante di Helen la incoraggiò a fare domanda per un posto all'università.
Ο δάσκαλος της Έλεν την παρότρυνε να κάνει αίτηση για μια θέση στο πανεπιστήμιο.

προκαλώ κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo articolo mi ha spinto a scrivere una lettera al Times.
Το άρθρο του με εξώθησε να γράψω ένα γράμμα στους Times.

εκτινάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sedile del pilota lo spinse fuori dall'aereo quando il razzo lo colpì.

αποκρούω με τεντωμένο χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale (αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απωθώ, διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con le sue continue scenate l'ha spinto ad andarsene da casa.
Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της.

μετακινώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sacerdote induce la congregazione in preghiera.
Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή.

στριμώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Craig ha spinto il libro in mezzo ad altri due sullo scaffale.

κάνω κπ να κάνει κτ

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spinta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.