Τι σημαίνει το strappo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης strappo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strappo στο Ιταλικό.
Η λέξη strappo στο Ιταλικό σημαίνει παθαίνω τράβηγμα σε κτ, σκίζω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, σκίζω, σχίζω, ξεπουπουλιάζω, σκίζω, σκορτσάρω, κλέβω, σκίζω, βγάζω, απομακρύνω, σκίζω, σκίζω, σκίζω, κόβω, σκίζω, αφαιρώ, βγάζω, σκίζω, χαλάω, τραβάω κτ απότομα, τραβάω κτ με δύναμη, τραβάω, τραβώ, ξεσκίζω, κατακόβω, κομματιάζω, αποσπώ εκβιαστικά, καταστρέφω, σπάω, σπάζω, σχίζω, σκίζω, ανοίγω γράμμα, σκίζω, σχίζω, σκίζω, αποσπώ, σκίζω, σχίζω, τραβάω, ξεσκίζω, ξεσχίζω, βγάζω, εκμαιεύω κτ από κτ, σκίσιμο, θλάση, σκίσιμο, σχίσιμο, σχίσιμο, σκίσιμο, κόψιμο, τράβηγμα, σπάσιμο, πηγαίνω, πάω, τράβηγμα, σκίσιμο, τρύπα, τράβηγμα, απότομη κίνηση, σκίζω κτ από, βγάζω, αφαιρώ, προκαλώ χαμόγελα, σκίζω, αποσπώ με τη βία, σκίζω, σκίζω, σκίζω, κόβω κομμάτι δαγκώνοντας, ξεκολλώ κπ από κτ, ξεριζώνω, έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριο, ξεχορταριάζω, σπάω κτ από κτ, ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα, αφαιρώ τον φλοιό από κτ, βγάζω τον φλοιό από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης strappo
παθαίνω τράβηγμα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (muscolo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si è strappata un legamento del ginocchio e non potrà giocare. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è strappato (or: lacerato) i calzoncini mentre si arrampicava su un albero. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (una pianta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha strappato (or: sradicato) (or: estirpato) le erbacce dal terreno. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha staccato la coscia dal pollo e ha iniziato a mangiare. |
σκίζω, σχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald rilesse la sua poesia, decise che era orrenda e strappò il foglio in due. Ο Τζέραλντ ξαναδιάβασε το ποίημά του, αποφάσισε ότι ήταν απαίσιο και έσκισε στα δύο το χαρτί. |
ξεπουπουλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry ha riso così forte che ha strappato i pantaloni. Ο Λάρι γέλασε τόσο δυνατά που έσκισε το παντελόνι του. |
σκορτσάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (gergale) (καθομιλουμένη: μηχανή αυτοκινήτου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il motore del camion strappava in modo incoerente. Η μηχανή του φορτηγού σκόρτσαρε αλλοπρόσαλλα. |
κλέβωverbo transitivo o transitivo pronominale (vittoria) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra locale ha strappato la vittoria negli ultimi minuti di gioco. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli uomini affamati strapparono la carne dall'osso. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vedendo lo specchio d'acqua fresca e luccicante, Steve si tolse velocemente i vestiti e si tuffò. Βλέποντας την δροσερή λαμπυρίζουσα επιφάνεια του νερού ο Στιβ έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε. |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: distogliere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strapperò la lettera che mi hai scritto. Θα σκίσω το γράμμα που μου έγραψες. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guardie strapparono il passaporto davanti ai suoi occhi. Οι φρουροί έσκισαν το διαβατήριό του μπροστά του. |
σκίζω, κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha strappato via l'involucro per scoprire cosa c'era dentro. Έσκισε το περιτύλιγμα για να ανακαλύψει τι ήταν μέσα. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi sono smagliata le calze cercando di scavalcare la staccionata. Έσκισα το καλσόν μου προσπαθώντας να σκαρφαλώσω πάνω από τον φράκτη. |
αφαιρώ, βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di mettere la nuova carta da parati devo strappare via quella vecchia dal muro. |
σκίζω, χαλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sembra che mia figlia si strappi sempre i vestiti. Η κόρη μου φαίνεται να σκίζει συνέχεια τα ρούχα της. |
τραβάω κτ απότομαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραβάω κτ με δύναμηverbo transitivo o transitivo pronominale (έμφαση στο τράβηγμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τραβάω, τραβώ(απότομα, με δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν τραβήξεις απότομα αυτό το σχοινί, το καμπανάκι θα αρχίσει να κουνιέται. |
ξεσκίζω, κατακόβω, κομματιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποσπώ εκβιαστικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ivan estorse migliaia di dollari alla donna. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo dieci anni di guerra la città è distrutta. |
σπάω, σπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha spaccato l'asse salendoci sopra. Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο. |
σχίζω, σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando lo scoprì, gli strappò i vestiti a brandelli. |
ανοίγω γράμμαverbo transitivo o transitivo pronominale (di lettera) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aprì la busta, impaziente di conoscere i risultati dell'esame. |
σκίζω, σχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nell'impazienza di vedere il suo regalo, Naomi squarciò il pacco. |
σκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spezzò in due la pera verde a mani nude. |
αποσπώverbo transitivo o transitivo pronominale (πληροφορίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'hacker è riuscito a estorcere dati sensibili dal sito del governo. Ο χάκερ απέσπασε ορισμένες ευαίσθητες πληροφορίες από την ιστοσελίδα της κυβέρνησης. |
σκίζω, σχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paula si è strappata i pantaloni nuovi scavalcando una recinzione. Η Πόλα έσκισε το καινούριο παντελόνι της όταν σκαρφάλωσε σε έναν φράχτη. |
τραβάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le donne urlavano e si strappavano i capelli. |
ξεσκίζω, ξεσχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I cani fecero a pezzi la volpe. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (τα φρύδια, με τσιμπιδάκι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Latie si toglie le sopracciglia una volta alla settimana. |
εκμαιεύω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale L'insegnante cercò di carpire la risposta giusta agli studenti. |
σκίσιμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è uno strappo sulla mia giacca. Το μπουφάν μου έχει ένα σχίσιμο. |
θλάσηsostantivo maschile (muscolare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giocatore è uscito per uno strappo muscolare. Ο παίκτης βγήκε από το παιχνίδι με θλάση μυός. |
σκίσιμο, σχίσιμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alla fine degli anni '80 era molto di moda indossare jeans con gli strappi. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν πολύ στη μόδα τα τζιν με σκισίματα. |
σχίσιμο, σκίσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I rovi hanno fatto uno strappo nella maglietta di Trevor. |
κόψιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il veterinario scoprì una lacerazione sulla gamba del cane. |
τράβηγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con uno strattone Adam ruppe la catena. Το τράβηγμα του Άνταμ έσπασε την αλυσίδα. |
σπάσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πηγαίνω, πάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Grazie del passaggio, non sarei mai arrivato in tempo senza. Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα. |
τράβηγμα(azione del tirare) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sua forte tirata alla fine ha fatto cedere la corda. |
σκίσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρύπαsostantivo maschile (vestiti) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bill trovò uno strappo nel maglione ma non ricordava come fosse successo. Ο Μπιλ βρήκε ένα τράβηγμα στο πουλόβερ του, αλλά δεν θυμόταν πως έγινε. |
τράβηγμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Glenn diede uno strattone alla corda e la campana suonò. Το τράβηγμα του Γκλεν στο σκοινί έκανε το κουδούνι να χτυπήσει. |
απότομη κίνησηsostantivo maschile Paul ha rimosso l'ascia dal tronco con uno strattone e si è messo al lavoro. Ο Πωλ έβγαλε το τσεκούρι από το κούτσουρο με ένα απότομο τράβηγμα και άρχισε να δουλεύει. |
σκίζω κτ απόverbo transitivo o transitivo pronominale Ha strappato la pagina dal libro. Έσχισε τη σελίδα από το βιβλίο. |
βγάζω, αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina ha estratto tutto il vecchio circuito elettrico dalla casa e ha fatto installare un impianto elettrico nuovo. Η Τίνα αφαίρεσε όλες τις παλιές καλωδιώσεις του σπιτιού της και τοποθέτησε νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. |
προκαλώ χαμόγελαverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sua introduzione divertente strappò un sorriso agli spettatori. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era così arrabbiato quando lesse la lettera che la strappò in mille pezzi. |
αποσπώ με τη βία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'agente di polizia riuscì a strappare via la pistola dalla mano del rapinatore. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando vedo una foto interessante sul giornale, spesso la strappo via. Όταν βλέπω μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία στην εφημερίδα συχνά την σκίζω. |
σκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strappò una pagina dalla rivista. Quando vedo una ricetta interessante sul giornale normalmente la strappo via. Έσκισε μια σελίδα από το περιοδικό. Όταν βλέπω μια καλή συνταγή στην εφημερίδα, συνήθως την σκίζω. |
κόβω κομμάτι δαγκώνονταςverbo transitivo o transitivo pronominale Durante la rissa, uno dei ragazzi strappò via a morsi un pezzo dell'orecchio dell'altro ragazzo. |
ξεκολλώ κπ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
ξεριζώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tornado strappò via l'intera casa e ne scoperchiò il tetto. |
έχω περισσότερους πελάτες, μεγαλύτερο ακροατήριοverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεχορταριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi aiuti a strappare le erbacce in giardino? Μπορείς να με βοηθήσεις να ξεχορταριάσω τον κήπο; |
σπάω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Jason staccò un ramo dall'albero e lo usò come legna da ardere. |
ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αφαιρώ τον φλοιό από κτ, βγάζω τον φλοιό από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se strappi la corteccia dall'albero, perderà tutta la sua linfa e morirà. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strappo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του strappo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.