Τι σημαίνει το risalire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης risalire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του risalire στο Ιταλικό.

Η λέξη risalire στο Ιταλικό σημαίνει ξανανεβαίνω, ξανανεβαίνω, σκαρφαλώνω σε κτ, σκαρφαλώνω, ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω, χρονολογούμαι από, ανακαλύπτω, βρίσκω, ανακάμπτω, που ανάγεται σε, εντοπίζω από που προέρχεται, βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα, φτάνω μέχρι, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω, βρίσκω την καταγωγή, εντοπίσω την προέλευση, ανάγω κτ σε κτ, χρονολογούμαι, χρονολογούμαι από κτ, μεταναστεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης risalire

ξανανεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκαρφαλώνω σε κτ

σκαρφαλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανακαβαλάω, ξανακαβαλικεύω

verbo intransitivo (a cavallo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρονολογούμαι από

verbo intransitivo (tempo, data) (υλικό αντικείμενο)

I fossili risalivano al Precambriano.
Τα απολιθώματα χρονολογούνται από το Προκάμβριο.

ανακαλύπτω, βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακάμπτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που ανάγεται σε

verbo intransitivo (avere origini) (χρονικός προσδιορισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le origini di questa famiglia risalgono al medioevo

εντοπίζω από που προέρχεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian ha cercato inutilmente di risalire all'origine della diceria calunniosa. I medici sperano di riuscire a risalire all'origine dell'epidemia di salmonella.

βγαίνω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα

verbo intransitivo (immersioni in acqua)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È dovuto risalire per respirare dopo essere stato sott'acqua per due minuti.

φτάνω μέχρι

verbo intransitivo (χρόνος: στο παρελθόν)

επαναλαμβάνω, ξανακάνω

(κτ που έκανα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bisogna risalire a 25 anni fa, un tempo in cui il successo di quest'azienda era tutt'altro che scontato.

βρίσκω την καταγωγή

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Internet rende più semplice risalire agli antenati della propria famiglia.

εντοπίσω την προέλευση

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le origini di Halloween possono risalire ai Celti.
Οι ρίζες του Χαλοουίν εντοπίζονται στους Κέλτες.

ανάγω κτ σε κτ

Grace può risalire al suo albero genealogico fino al sedicesimo secolo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο.

χρονολογούμαι

verbo intransitivo (από...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli insediamenti qui risalgono al 1678.
Οι οικισμοί της περιοχής χρονολογούνται από το 1678.

χρονολογούμαι από κτ

verbo intransitivo (periodo, epoca)

Quel brano risale alla seconda guerra mondiale.
Το τραγούδι αυτό είναι από τον 'Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

μεταναστεύω

verbo intransitivo (di pesci)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il salmone risale il fiume in primavera.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του risalire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.