Τι σημαίνει το saldo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saldo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saldo στο Ιταλικό.

Η λέξη saldo στο Ιταλικό σημαίνει εξοφλώ, αποπληρώνω, συγκολλώ, συγκολλάω, συγκολλώ, εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό, κάνω συγκόλληση, ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της, εξοφλώ, αποπληρώνω, εντελώς, πλήρως, τελείως, δένω, εγκρίνομαι, πληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, εξοφλώ, ξεπληρώνω, συνδέω, ενώνω, συνενώνω, ισοζυγίζω, εξοφλώ, αποπληρώνω, απαλλάσσομαι, σταθερός, υπόλοιπο λογαριασμού, υπόλοιπο κλεισίματος, προσκολλημένος, έκπτωση, ξεπούλημα, υπόλοιπο, σταθερός, οφειλόμενο υπόλοιπο, αμετακίνητος, ακίνητος, αμετάπειστος, ανένδοτος, προσφορά, σταθερός, πάγιος, σταθερός, ακλόνητος, σκληρός, στερεός, αποπληρωμή χρέους, συμπαγής, σταθερός, πληρωμή, ακλόνητος, σταθερός, υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό, εξοφλώ, πληρώνω, εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω, συγκολλώ, συγκολλώ σε σημεία, εξοφλώ τα χρέη μου, εξοφλώ τα χρέη μου, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ, συγκολλάω, συγκολλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saldo

εξοφλώ, αποπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκολλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (metalli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gioielliere saldò i due pezzi di argento.
Ο κοσμηματοποιός συγκόλλησε τα δύο κομμάτια του αργύρου.

συγκολλάω, συγκολλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (για μέταλλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Salda le estremità dei due tubi.

εξοφλώ, καταβάλλω όλο το ποσό

verbo transitivo o transitivo pronominale (conti, debiti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero felice di aver saldato la fattura e di essermi liberato dal debito.

κάνω συγκόλληση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non so saldare, ma sembra una cosa abbastanza semplice.

ξεπληρώνω οφειλή με σκοπό μείωσή της

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξοφλώ, αποπληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei saldare ora il mio conto.
Θα ήθελα να αποπληρώσω τον λογαριασμό μου τώρα.

εντελώς, πλήρως, τελείως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha saldato il mutuo in soli tre anni. È rimasto giusto un goccio di vino, ti conviene finirlo.

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esperienza ha unito il gruppo facendolo avvicinare.

εγκρίνομαι

(un assegno)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'assegno sarà liquidato fra cinque giorni.

πληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il padre della sposa pagherà le spese del matrimonio.

εξοφλώ, ξεπληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È un mese che mi devi quei soldi. Sarebbe ora di saldare.
Μου χρωστάς αυτά τα χρήματα εδώ και πάνω από έναν μήνα. Ήρθε η ώρα να με ξεπληρώσεις (or: εξοφλήσεις).

εξοφλώ, ξεπληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho quasi finito di pagare il mio mutuo. La società di recupero crediti continuò a chiamarmi per settimane finché non saldai il mio debito.
Έχω σχεδόν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού. Η εισπρακτική εταιρεία συνέχισε να με καλεί για βδομάδες μέχρι που εξόφλησα το χρέος μου.

συνδέω, ενώνω, συνενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attacchiamo i pezzi del modellino dell'aeroplano con la colla.
Συγκολλούμε τα τμήματα του μοντέλου του αεροπλάνου με κόλλα.

ισοζυγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ragioniere dell'azienda fa quadrare sempre i libri contabili.
Ο λογιστής της εταιρείας ισοζυγίζει πάντοτε τα βιβλία.

εξοφλώ, αποπληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quest'ultimo assegno salderà il tuo debito.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος σου σε λίγες δόσεις.

απαλλάσσομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (debito)

Con l'ultimo pagamento Linda ha estinto il suo debito.

σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της.

υπόλοιπο λογαριασμού

sostantivo maschile (di conto corrente)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devo controllare il saldo del mio conto corrente.

υπόλοιπο κλεισίματος

sostantivo maschile (contabilità) (τραπεζικού λογαριασμού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il saldo del suo conto alla fine del mese era di 1.879 $.

προσκολλημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il bambino aveva una presa salda sulla mia caviglia.

έκπτωση

(usato al plurale) (μείωση τιμών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I grandi magazzini di solito fanno i saldi in Agosto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το κατάστημα έβγαλε σε ξεπούλημα όλο το χειμερινό στοκ.

ξεπούλημα

sostantivo maschile (vendita scontata)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il negozio fece i saldi invernali per fare spazio ai nuovi arrivi di primavera.

υπόλοιπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il saldo delle mie carte di credito è troppo alto. Ho pagato un deposito e devo pagare il saldo alla fine del mese.
Έχω δώσει την προκαταβολή και πρέπει να πληρώσω τη διαφορά στο τέλος του μήνα.

σταθερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non ti preoccupare di quella maniglia, è salda adesso.
Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα.

οφειλόμενο υπόλοιπο

sostantivo maschile (economia)

αμετακίνητος, ακίνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il masso gigante sul percorso era inamovibile.

αμετάπειστος, ανένδοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sheila è irremovibile nella sua convinzione che il fratello è innocente.

προσφορά

(svendita, saldo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Poiché il freddo era passato i giacconi erano in offerta.

σταθερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un saldo ancoraggio assicura la nave.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας.

πάγιος, σταθερός, ακλόνητος

aggettivo (απόφαση, άποψη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La fede salda di Ray nei principi della sinistra non ha mai vacillato.
Η ακλόνητη πίστη του Ρέι στις αρχές της Αριστεράς δεν είχε σβήσει ποτέ.

σκληρός, στερεός

(αντικείμενα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποπληρωμή χρέους

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμπαγής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I minatori dovettero smettere di scavare il pozzo quando si trovarono di fronte a roccia compatta.
Οι ανθρακωρύχοι έπρεπε να σταματήσουν να σκάβουν το φρεάτιο όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με συμπαγή βράχο.

σταθερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I dottori dicono che Nigel sta molto male, ma al momento è stabile.
Οι γιατροί λένε πως ο Νάιτζελ είναι πολύ άρρωστος, αλλά είναι σταθερός αυτήν τη στιγμή.

πληρωμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il pagamento può essere effettuato tramite assegno o ordine permanente.
Η καταβολή των χρημάτων μπορεί να γίνει με επιταγή ή με πάγια εντολή.

ακλόνητος, σταθερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
David ha una ferma convinzione nelle sue capacità.

υπόλοιπο ποσό, υπολειπόμενο ποσό

εξοφλώ, πληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (λογαριασμό ή χρέος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοφλώ, τακτοποιώ, πληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (λογαριασμό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se mi presti ora il denaro la prossima settimana salderò il debito.

συγκολλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκολλώ σε σημεία

verbo transitivo o transitivo pronominale (meccanica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξοφλώ τα χρέη μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli studenti devono saldare il loro debito prima di essere idonei a registrarsi per il semestre successivo.

εξοφλώ τα χρέη μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È necessario che saldi i conti con noi prima di poter accettare un suo nuovo ordine.

ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κπ

(figurato: vendicarsi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alex immaginava dei modi di saldare i conti con i suoi nemici.

συγκολλάω, συγκολλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'operaio ha saldato la sbarra metallica alla trave trasversale.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saldo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.