Τι σημαίνει το resistente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης resistente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resistente στο Ιταλικό.
Η λέξη resistente στο Ιταλικό σημαίνει ανθεκτικός στη φθορά, ανθεκτικός, ανθεκτικός, δυνατός, ισχυρός, σταθερός, μεγάλης αντοχής, άφθαρτος, σκληραγωγημένος, ανθεκτικός, δυνατός, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, αμετάπειστος, επίμονος, ανθεκτικός, διαχειρίζομαι, αντέχω, υπομένω, αντιστέκομαι, ζω, αντιστέκομαι, υπομένω, αντέχω, περιμένω, αντέχω, αντέχω, αντέχω, κουράγιο, αντέχω, επιμένω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δεν τα παρατώ, αντέχω, πυρίμαχος, πυράντοχος, ανθεκτικός στο νερό, αδιαπέραστος, που δεν προβάλλει αντίσταση, αντικραδασμικός, πυρασφαλής, πυρίμαχος, ανεξίτηλος, οξεάντοχος, ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλες, ανθεκτικός στη σκουριά, υδατοστεγής, ανεξίτηλη βαφή, διαρκώ περισσότερο, κάνω αντικραδασμικό, στεγανοποιώ, ανθεκτικός, είμαι ανθεκτικός, ανθεκτικός στα οξέα, ανθεκτικός στη σκωρίαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης resistente
ανθεκτικός στη φθοράaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανθεκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανθεκτικόςaggettivo (pianta) (φυτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La maggior parte delle piante da fiore non è molto resistente. |
δυνατός, ισχυρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un programma resistente senza bug. Αυτό είναι ένα ισχυρό πρόγραμμα χωρίς σφάλματα. |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, questi colori sono resistenti e non dovrebbero stingere. Ναι, αυτά τα χρώματα είναι σταθερά και δεν πρέπει να στάζουν. |
μεγάλης αντοχής(δεν καταστρέφεται) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questi sacchetti di plastica resistenti non si strappano né lacerano con facilità. Η μορφίνη είναι ένα δυνατό παυσίπονο. |
άφθαρτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa auto è fatta di metallo inattaccabile. |
σκληραγωγημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il calciatore era così tenace che ha giocato con una costola rotta. Ο παίχτης ήταν τόσο σκληροτράχηλος, που έπαιζε ακόμη και με ραγισμένο πλευρό. |
ανθεκτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vaccino vi renderà immuni all'herpes. |
δυνατόςaggettivo (ψυχικά, συναισθηματικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul ha perso il lavoro, sua moglie lo ha lasciato e la banca si è ripresa la casa ma lui continua ad andare avanti: è molto forte. Ο Πολ έχασε τη δουλειά του, τον παράτησε η γυναίκα του και το σπίτι του κατασχέθηκε από την τράπεζα, αλλά συνεχίζει να τα βγάζει πέρα. Είναι πολύ δυνατός. |
ανένδοτος, ανυποχώρητος, αμετακίνητος, αμετάπειστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho provato a far cambiare idea a Sonia, ma era irremovibile. Προσπάθησα να αλλάξω την απόφαση της Σόνιας, αλλά ήταν ανένδοτη. |
επίμονοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo spray rimuove anche le macchie più ostinate. Αυτό το σπρέι θα απομακρύνει ακόμα και τους πιο επίμονους λεκέδες. |
ανθεκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαχειρίζομαι(κάτι δυσάρεστο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La morte del padre è stato un duro colpo all'inizio, ma sono riusciti a resistere. |
αντέχω(στο χρόνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nonostante vedute differenti, l'amicizia delle due donne aveva resistito. Παρά τις κάποιες διχογνωμίες η φιλία των δυο γυναικών άντεξε στον χρόνο. |
υπομένω, αντιστέκομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qualsiasi azienda che voglia superare la recessione deve resistere, ridurre i costi e tagliare gli investimenti al minimo. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A John è venuto il cancro a 85 anni ma ha resistito per altri tre prima di morire. Ο Τζον απέκτησε καρκίνο στα 85 αλλά έζησε για άλλα τρία χρόνια πριν πεθάνει. |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu continua ad invitarla e vedrai che prima o poi accetterà: non può resistere all'infinito. Συνέχισε να της ζητάς να βγείτε, δεν θα αντισταθεί για πολύ ακόμα. |
υπομένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo sopportato situazioni peggiori di questa; ce la caveremo. |
αντέχωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) So che è un momento molto difficile, ma devi tenere duro per il bene dei tuoi figli. Ξέρω ότι είσαι αναστατωμένος αλλά πρέπει να κάνεις υπομονή για χάρη των παιδιών. |
περιμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Resisti, tieni duro che i soccorsi stanno arrivando! Περίμενε μέχρι να έρθω! |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come fai a reggere con tutto quel lavoro? Πως αντέχεις με όλη αυτή τη δουλειά; |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non sono sicuro se riuscirò a resistere fino alla fine della giornata di lavoro. Potrei addormentarmi prima. Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε. |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'argine ha resistito al passaggio di tutte le tempeste. |
κουράγιοverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tieni duro! Vedrai che ce la farai! Κουράγιο Τζον, κοντεύεις! |
αντέχω(κάτι δύσκολο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιμένω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era chiaro che non avrebbe vinto la gara, ma ha tenuto duro e ha lottato fino alla fine. Ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα χάσει τον αγώνα, επέμεινε και τερμάτισε δυναμικά. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
δεν τα παρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al ventesimo miglio della maratona, Adam era esausto, ma ha tenuto duro e alla fine è arrivato al traguardo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν έφτασε στο 32ο χιλιόμετρο του μαραθωνίου, ο Άνταμ ήταν ήδη εξαντλημένος. Ωστόσο, δεν τα παράτησε και τελικά έφτασε στο τέρμα. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πυρίμαχος, πυράντοχος(σκεύος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανθεκτικός στο νερό
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αδιαπέραστος(generico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Αυτή η βαφή είναι αδιαπέραστη από την υγρασία όταν στεγνώσει. |
που δεν προβάλλει αντίστασηaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντικραδασμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πυρασφαλής, πυρίμαχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alcuni tessuti vengono trattati chimicamente per renderli resistenti alla fiamma. |
ανεξίτηλοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οξεάντοχοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλεςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανθεκτικός στη σκουριάlocuzione aggettivale (μέταλλο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υδατοστεγήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανεξίτηλη βαφήsostantivo maschile (abbigliamento) Mi aveva detto che la sciarpa era tinta con un colore resistente al lavaggio, ma mi ha macchiato di rosa lo stesso le camicie bianche in lavatrice. |
διαρκώ περισσότεροverbo intransitivo (αντοχή στο χρόνο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω αντικραδασμικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στεγανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανθεκτικός(σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'orologio è resistente al calore fino a 60 gradi C. |
είμαι ανθεκτικός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Compro vestiti pratici e semplici che sono durevoli e non passano mai di moda. |
ανθεκτικός στα οξέαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανθεκτικός στη σκωρίασηlocuzione aggettivale (φυτό) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resistente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του resistente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.