Τι σημαίνει το robusto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης robusto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του robusto στο Ιταλικό.

Η λέξη robusto στο Ιταλικό σημαίνει δυνατός, γεροδεμένος, αρτιμελής, στέρεος, ανθεκτικός, εύσωμος, στιβαρός, μεγαλόσωμος, στιβαρός, ογκώδης, γεροδεμένος, σωματώδης, στέρεος, σταθερός, γερός, στιβαρός, υγιέστατος, ισχυρής κατασκευής, γερός, στιβαρός, γεροδεμένος, ισχυρός, δυνατός, στιβαρός, γεροδεμένος, ανθεκτικός, στιβαρός, ματσό, παχύς, παχουλός, λίγο παχύς, κάπως παχύς, γραμμωμένος, δυνατός, σκληραγωγημένος, σκληραγωγημένος, μεγαλόσωμος, εύσωμος, ευτραφής, εύσωμος, μυώδης, ρωμαλέος, μεγάλης αντοχής, φουσκωτός, γερός, στέρεος, γερός, γερά, σταθερά, δυνατός, ισχυρός, μεγαλόσωμος, παχουλός, στιβαρός, γεροδεμένος, μεγαλόσωμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης robusto

δυνατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erika è molto robusta: ha fatto il trasloco senza alcun aiuto.
Η Έρικα είναι πολύ δυνατή, μετακόμισε χωρίς καμία βοήθεια.

γεροδεμένος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρτιμελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Servono tutti gli uomini robusti del paese per riempire i sacchi di sabbia, prima che il fiume raggiunga la piena.

στέρεος, ανθεκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era un giovane bello robusto.

εύσωμος, στιβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Edward era un giovanotto robusto e spesso aiutava gli anziani del suo villaggio a sollevare oggetti pesanti.
Ο Έντουαρντ ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός και συχνά βοηθούσε τους ηλικιωμένους στο χωριό του και τους σήκωνε τα βάρη.

μεγαλόσωμος, στιβαρός

aggettivo (di corporatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ογκώδης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nella porta d'ingresso si intravedeva una sagoma robusta.

γεροδεμένος, σωματώδης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un giovane robusto ha aiutato l'anziana signora a portarle la spesa.

στέρεος, σταθερός, γερός, στιβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non posso negare che il nuovo quartier generale sia ben costruito, ma deve per forza essere così brutto?

υγιέστατος

aggettivo (persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Margret ha dato alla luce un bebè allegro e robusto.

ισχυρής κατασκευής, γερός

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le case solide riescono a resistere ai tornado e anche a terremoti di bassa intensità.

στιβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il riparo era solido (or: robusto) e resse alla tempesta.
Το καταφύγιο ήταν γερό και άντεξε στην καταιγίδα.

γεροδεμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Era alto e robusto e poteva tranquillamente sollevare un uomo pesante.
Ήταν ψηλός και γεροδεμένος και μπορούσε να σηκώσει εύκολα έναν βαρύ άντρα.

ισχυρός, δυνατός, στιβαρός

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo stile di scrittura è spesso descritto come vigoroso.
Το στιλ γραφής του συχνά περιγράφεται ως στιβαρό.

γεροδεμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il grosso pugile intimidiva un po' quando lo si incontrava.
Ο γεροδεμένος μποξέρ προκαλούσε τον φόβο όταν τον συναντούσες.

ανθεκτικός, στιβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa è un'attrezzatura solida, progettata per resistere a trattamenti duri.

ματσό

(αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παχύς, παχουλός

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La sua corporatura abbondante debordava dalla sedia pieghevole.
Η παχουλή της σιλουέτα ξεχείλιζε από την καρέκλα που διπλώνει.

λίγο παχύς, κάπως παχύς

(informale)

È un po' cicciottello sulla vita.

γραμμωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Era pieno di surfisti muscolosi alla spiaggia!
Υπήρχαν τόσοι γραμμωμένοι σέρφερ στην παραλία!

δυνατός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arnold è un uomo forte.
Ο Αντρέας είναι δυνατός άντρας.

σκληραγωγημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Philippa era una persona vigorosa e amava la vita all'aria aperta.
Η Φιλίπα ήταν σκληραγωγημένη και της άρεσε η ύπαιθρος.

σκληραγωγημένος

aggettivo (persona) (άτομο)

Ian è una persona molto forte e credo che possa viaggiare zaino in spalla senza alcun problema.

μεγαλόσωμος, εύσωμος

aggettivo (corporatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dave è un tipo massiccio, ma ha un carattere molto gentile.

ευτραφής, εύσωμος

aggettivo (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alcune persone potrebbero aver detto che mio padre è grasso, ma lui preferiva definirsi robusto.
Μερικοί μπορεί να έλεγαν ότι ο πατέρας μου ήταν χοντρός, αλλά αυτός προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του παχουλό.

μυώδης, ρωμαλέος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλης αντοχής

(δεν καταστρέφεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi sacchetti di plastica resistenti non si strappano né lacerano con facilità.
Η μορφίνη είναι ένα δυνατό παυσίπονο.

φουσκωτός

(fisico muscoloso) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γερός, στέρεος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il tavolo ha una costruzione solida.
Αυτό το τραπέζι έχει πολύ γερή (or: στέρεα) κατασκευή.

γερός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γερά, σταθερά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

δυνατός, ισχυρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho un forte sistema immunitario.
Έχω ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα.

μεγαλόσωμος

aggettivo (ύψος και βάρος: μεγάλο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molti giocatori di basket sono molto alti.
Οι περισσότεροι επαγγελματίες είναι μεγαλόσωμοι.

παχουλός

(corpo: non magro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Grassa? Preferisco dire che è in carne.

στιβαρός

aggettivo (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Andrew era un giovanotto robusto.
Ο Άντριου ήταν ένας γεροδεμένος νεαρός.

γεροδεμένος, μεγαλόσωμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il ragazzo era giovane ma aveva una corporatura forte e robusta.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του robusto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.